Βέβαια η Πόλη, όπως συνηθίζεται να λέγεται ακόμη και σήμερα, δεν έπεσε για πρώτη φορά, ούτε και ήταν η πρώτη προσπάθεια καταπάτησής της από επίδοξους κατακτητές. Πρώτοι και καλύτεροι ήταν οι αδελφοί μας χριστιανοί με υποκινητή τον Πάπα Ιννοκέντιο τον Γ’ ο οποίος ονειρευόταν τη θρησκευτική υποταγή του Βυζαντίου στη Δύση, και με πρόσχημα την κατάληψη των Αγίων Τόπων, οργάνωσε την Δ’ σταυροφορία, αλλά αντί για την Ιερουσαλήμ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και ίδρυσε τη λατινική αυτοκρατορία. Συνεργάτες σε αυτό του το εγχείρημα είχε Γάλλους ευγενείς, αλλά κυρίως τους Βενετούς, οι οποίοι ήθελαν να βάλουν χέρι στα πλούτη και στην στρατηγική θέση της Πόλης. Σε μια εποχή που το βυζαντινό κράτος ήταν σε διάλυση, κατάφεραν εύκολα να την καταλάβουν και να τη διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους από το 1204 μέχρι τις 15 Αυγούστου του 1261, οπότε και ανακτήθηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο. Η παρακμή όμως είχε αρχίσει και ο κίνδυνος στα βάθη της Τουρκίας ήταν πλέον ορατός.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των αυτοκρατόρων που ακολούθησαν μετά την ανάκτηση, το κράτος δεν κατάφερε να ανασυγκροτηθεί σε βαθμό ικανό να αντιμετωπίσει την σταθερά ανερχόμενη απειλή εξ ανατολών. Αν δεν είχαν και οι Οθωμανοί εσωτερικά προβλήματα διοίκησης, οι εχθροπραξίες θα είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Η καθυστέρηση αυτή βοήθησε το Βυζάντιο να εμπεδώσει τον κίνδυνο και να λάβει μέτρα για την αντιμετώπισή του, με βασικότερο αυτό της θωράκισης της πόλης.
Βλέποντας να ετοιμάζονται οι Οθωμανοί για επίθεση ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος έστειλε μηνύματα στη δύση για ενισχύσεις. Αλλά η δύση για άλλη μια φορά αδιαφόρησε και δεν έφθασαν στην Πόλη παρά μόνο 4 καράβια Γενουατών με αρχηγό τον Τζουστινιάνι, (Ιουστινιάνης), αργότερα αρχιστράτηγό της. Ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ μόλις 20 ετών είχε βάλει σκοπό της ζωής του την κατάληψη της Πόλης, γι’ αυτό και από τον Ιανουάριο του 1453 ετοίμαζε τα στρατεύματά του για πολιορκία. Για να ενθαρρύνει ο Μωάμεθ τους στρατιώτες του και να πολεμήσουν με ζήλο, τους έταξε ότι αν έπαιρναν την πόλη θα είχαν στη διάθεσή τους 3 μέρες να τη λεηλατήσουν. Λίγες μέρες πριν, όπως ορίζει το Κοράνι, ζήτησε την ειρηνική παράδοσή της με την υπόσχεση ότι θα άφηνε όσους ήθελαν, να φύγουν ειρηνικά. Η απάντηση που έλαβε ήταν φυσικά αρνητική κι έτσι η τελική επίθεση έγινε τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου και το ίδιο απόγευμα η πόλη έπεσε.
Ενώ αρχικά η μάχη έγερνε με το μέρος των πολιορκημένων, δύο ατυχή γεγονότα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τελική έκβασή της. Το πρώτο είναι ο θανάσιμος τραυματισμός και η απόσυρση του αρχιστράτηγου Τζουστινιάνι από το πεδίο της μάχης, με αποτέλεσμα το ηθικό των στρατιωτών να πέσει, και το δεύτερο η Κερκόπορτα, μια δευτερεύουσας σημασίας είσοδος από τα εσωτερικά τείχη στην Πόλη, η οποία βρέθηκε προς έκπληξιν και των ίδιων των πολιορκητών ανοικτή. Από αυτήν μπήκαν οι Τούρκοι, ανέβηκαν στα κεντρικά τείχη και ύψωσαν τη σημαία τους. Οι αμυνόμενοι βλέποντας να κυματίζει τούρκικο μπαϊράκι στα τείχη νόμισαν πως όλα τελείωσαν κι άρχισαν να φωνάζουν «Εάλω η Πόλις», με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεγαλύτερη σύγχυση. Στους πολέμους μια ψεύτικη πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά από ότι η ίδια η μάχη. Πολλοί από τους αμυνόμενους κοιτούσαν να φύγουν να σωθούν και ο Κωνσταντίνος μαζί με μερικούς πιστούς του έπεσε στη μάχη.
Αυτό που επακολούθησε κατά την τριήμερη λεηλασία είναι χωρίς προηγούμενο. Κόσμος σφαγιάστηκε ή πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα, εκκλησίες λεηλατήθηκαν και μαζί με τα πλούτη τους χάθηκαν κειμήλια ανεκτίμητης αξίας, που ποτέ δεν θα αναπληρωθούν. Μετά το τέλος των βανδαλισμών, ο πορθητής μπήκε καβάλα στ’ άλογό του στην Πόλη και κατευθύνθηκε στην Αγία Σοφία, σύμβολο του Βυζαντίου και της Κωνσταντινούπολης. Λέγεται ότι πριν εισέλθει γονάτισε και προσευχήθηκε στον Αλλάχ, ευχαριστώντας τον για τη νίκη που του προσέφερε. Μόλις μπήκε στην εκκλησία, εντυπωσιάστηκε πολύ από την αρχιτεκτονική της και κάλεσε αμέσως τον Ιμάμη και εργάτες να την μετατρέψουν σε τζαμί, σοβαντίζοντας τα υπέροχα ψηφιδωτά και γκρεμίζοντας σταυρούς, αγάλματα και οτιδήποτε θύμιζε χριστιανισμό. Με αυτή τη μορφή παραμένει ως σήμερα.
Κατά άλλους πάλι η Πόλη παραδόθηκε. Γι’ αυτό και έμεινε η Κερκόπορτα ανοιχτή και εισήλθαν οι Τούρκοι και γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια της τριήμερης λεηλασίας που ακολούθησε κάποια σπίτια που είχαν σημαδευτεί δεν πειράχτηκαν. Μια τέτοια άποψη δεν είναι επιβεβαιωμένη, ωστόσο απασχόλησε πολύ τους ιστορικούς. Επίσης το ότι ο Βασιλιάς δεν βρέθηκε σκοτωμένος, παρά αναγνωρίστηκε μόνο από ρούχα και εξαρτήσεις που φορούσε είναι στοιχείο που ενδυναμώνει αυτή την άποψη. Ας μην ξεχνούμε ότι μέσα στην πόλη υπήρχαν έριδες με κύρια στρατόπεδα τους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς. Οι μεν πρώτοι ήθελαν την ένωση με το Βατικανό, οι δε δεύτεροι προτιμούσαν καλύτερα το τούρκικο σαρίκι. Βέβαια υπό την πίεση των γεγονότων πολέμησαν όλοι μαζί.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση πάντως εκείνο που πρέπει να πούμε είναι ότι όταν διαδόθηκαν τα νέα, ό κόσμος δύσκολα συμβιβάστηκε με την ιδέα ότι η Πόλη χάθηκε. Έτσι δημιουργήθηκαν πολλοί μύθοι, θρύλοι και ποιήματα με θέματα από την άλωση, όπως αυτό του μαρμαρωμένου βασιλιά που θα ξαναζωντανέψει μόλις ελευθερωθεί η Πόλη, αυτόν για την Αγία Τράπεζα που θα ξαναβγεί στο ακρογιάλι, για τα μισοτηγανισμένα ψάρια, που ζωντάνεψαν στο τηγάνι του καλόγηρου, (Μπαλουκλί), για τη Θεία λειτουργία που διακόπηκε από την είσοδο των Τούρκων στην Αγία Σοφία και θα συνεχιστεί, κ.ά. Όλα αυτά μαρτυρούν τον πόθο και την ελπίδα πως «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι».
Αυτό παραλίγο να συμβεί το 1922 με την εκστρατεία στη Μ. Ασία, αλλά για μια ακόμη φορά η ασυνεννοησία και η ανοησία των Ελλήνων πολιτικών της εποχής, που δεν κατάφεραν να συμπορευτούν προς το συμφέρον της χώρας, οδήγησε στη Μικρασιατική καταστροφή, με το σφαγιασμό χιλιάδων Ελλήνων και το διωγμό υπό τον όρο της ανταλλαγής πληθυσμών πάνω από ενάμισι εκατομμυρίου κατοίκων.