Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

H Ιστορία του χρήματος, μέρος Β’

«Χαρές και πλούτη να χαθούν και τα βασίλεια κι όλα
τίποτε δεν είν’ αν στητή μένει η ψυχή κι ολόρθη…»
                                                               Δ. Σολωμός

Πάει ο παλιός ο χρόνος…

Καλή χρονιά σε όλους μας. Αυτή την ευχή φέτος τη χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ, καθώς το 2012 που μόλις ξεκίνησε πρόκειται να είναι γεμάτο οικονομικές εκπλήξεις, πολιτικές εξελίξεις, αλλά και φοβερές καταστροφές, καθώς αν βγουν αληθινές οι προβλέψεις των Μάγιας και οι διάφορες επιστημονικές εκτιμήσεις, θα βιώσουμε ανακατατάξεις άνευ προηγουμένου στον πλανήτη μας, όπως αυτές της ομώνυμης ταινίας. Γι’ αυτά όμως θα μιλήσουμε σε άλλη ανάρτηση. Για την ώρα πρωταρχικό ρόλο έχουν τα οικονομικά δρώμενα, τα οποία σε συνδυασμό με τη γενικότερη αβεβαιότητα για το μέλλον της Ε.Ε. και την κρίση στην οποίαν σιγά – σιγά εισέρχονται δυνατές οικονομίες της, σίγουρα χαρτιά θα έλεγε κανείς της Ευρώπης, γεμίζουν με μια νότα απαισιοδοξίας τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας για την νέα χρονιά. Το βέβαιον είναι πως όσα γίνονται δεν τα συναντάμε πρώτη φορά στη σύγχρονη Ιστορία. Με κάποια ίσως παραλλαγή ως προς τα μεγέθη και τους όρους, όλα όσα διαδραματίζονται στις μέρες μας είναι επανάληψη του ίδιου έργου με τον ίδιο «παραγωγό» σε διαφορετική εποχή: το χρήμα. Είτε χρυσός ονομάζεται, είτε ευρώ, είτε δολάριο, έχει βαλθεί να μετατρέψει το ρυθμό της ζωής μας σε ημιτονοειδή καμπύλη, με κορυφές και κοιλάδες, μέγιστα και ελάχιστα, περιόδους ακμής και παρακμής. Σάμπως, τέτοιες δεν ήσαν και οι διακυμάνσεις όλων των πολιτισμών από την αρχαιότητα ως σήμερα; Με σκοπό λοιπόν να γνωρίσουμε τα τραγικά λάθη του παρελθόντος, τα οποία οδήγησαν χώρες ολόκληρες σε οικονομική καταστροφή, αλλά και ενορχηστρώσεις καταστάσεων με στόχο την αποκομιδή τεράστιων κερδών από αυτήν, συνεχίζω και εδώ το δεύτερο μέρος της ανασκόπησης της πορείας του χρήματος από την εποχή που «ανακαλύφθηκε» ο όρος επένδυση μέχρι σήμερα, για να εμπεδώσουμε πως όλα όσα γίνονται τώρα, θα μπορούσαν να αποφευχθούν, ή τουλάχιστον να μετριαστούν ως προς τις συνέπειές τους. Η αφέλεια των σπάταλων Κυβερνήσεων, η αθωράκιστη σε κάποιες περιπτώσεις οικονομία και κάποια τυφλή μεσοπρόθεσμη κοινωνική – κομματική πολιτική, ενίσχυσαν τα παραπάνω. Αποτέλεσμα: ασύδοτο τραπεζικό σύστημα, απληστία στο έπακρο, δημιουργία εικονικής ευημερίας σε μια φούσκα που όλοι νόμιζαν πως θα διογκώνεται επ΄ αόριστον και που όσοι έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου απομονώνονταν ως κινδυνολόγοι, ώσπου για μια ακόμη φορά έσκασε και συνεπήρε τα πάντα! Δείτε τι έγινε στις ΗΠΑ πριν λίγα χρόνια, δείτε τι συμβαίνει στην Ευρώπη στις μέρες μας. Αλλά ας πάμε λίγο πιο πίσω και ας συνεχίσουμε από εκεί που σταμάτησε το πρώτο μέρος αυτής της ιστορικής αναδρομής.

Σκιές από το παρελθόν

Το 1925 Υπουργός Οικονομικών της Αγγλίας ήταν ο Ουίστον Τσώρτσιλ, (Winston Leonard Spencer Churchill). Πρωτοστάτησε ίσως σε ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά λάθη του 20ου αιώνα, την επιστροφή της στερλίνας στο χρυσό κανόνα, με την ισοτιμία που είχε πριν από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, (123 λεπτοί κόκκοι χρυσού ή 4,86 δολάρια για κάθε λίρα). Κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού, οι τιμές στην Αγγλία, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχαν ανέβει αρκετά, κάτι που δεν συνέβη με τον ίδιο ρυθμό όμως στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, (ΗΠΑ). Αν και σε πολλές χώρες της Ευρώπης οι τιμές επίσης ανέβηκαν, η ισοτιμία των νομισμάτων είχε παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα η νέα ισοτιμία της αγγλικής λίρας να την καταστήσει ως το ακριβότερο νόμισμα. Έτσι τα περισσότερα καταναλωτικά προϊόντα της αγοράς ήταν φθηνότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα αγγλικής προέλευσης. Αν η στερλίνα επέστρεφε μεν στον χρυσό κανόνα, αλλά με κάποια μειωμένη ισοτιμία της τάξης του 10% (όπως υπολογίστηκε αργότερα), θα ήταν εξίσου ανταγωνιστική όπως και πριν. Μπορεί ο ιστορικός και κηδεμόνας του αγγλικού παρελθόντος Τσώρτσιλ να ήθελε να αποδείξει πως η διαχείριση της αγγλικής οικονομίας ήταν ξανά στέρεη και αξιόπιστη όπως κατά το 19ο αιώνα, μπορεί να επιθυμούσε η χώρα του να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες, μπορεί να άκουσε τους (άβουλους) συμβούλους του, οι οποίοι απλά επικρότησαν την ιδέα του, χωρίς να τολμήσουν να φέρουν αντίρρηση, μπορεί να θαμπώθηκε από τους παχυλούς τίτλους των εφημερίδων, (οι times έγραφαν πως «παρέσυρε το πλήθος και τη βουλή σε ύψη ενθουσιασμού»), όμως μελλοντικά αποδείχθηκε πως επρόκειτο για μια απόφαση, η οποία φρέναρε την αγγλική οικονομία και επηρέασε τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας. Σε αυτού του είδους τις αποφάσεις συμμετέχουν συνήθως λίγοι άνθρωποι και η τάση για ομοφωνία είναι έντονη. Έτσι, αυτός που έχει το υψηλότερο γόητρο εκφράζει την άποψή του, την οποίαν τρέχουν να εγκωμιάσουν άπαντες έστω κι αν είναι λάθος, γιατί όταν οι άνθρωποι που έχουν μεγάλη φήμη κάνουν λάθος, η χειρότερη τακτική που μπορεί να ακολουθήσει κάποιος είναι να έχει δίκιο! Όσοι ενδέχεται να διαφωνήσουν δεν προσκαλούνται. Έτσι κι εδώ ο μόνος διαφωνίσας και αυτός ο οποίος έκανε γνωστό στον κόσμο το τραγικό λάθος του Τσώρτσιλ, δεν εκλήθη: ήταν ο Τζων Μαίυναρντ Κέυνς. Θα τον συναντήσουμε παρακάτω.

Μέτρα προσαρμογής

Η υπερτιμημένη λοιπόν στερλίνα κατέστησε τα προϊόντα της Αγγλίας στο εξωτερικό ακριβότερα, πράγμα που σήμαινε πως για να συνεχιστούν οι εξαγωγές θα έπρεπε να μειωθεί η τιμή τους, άρα και το κόστος παραγωγής τους. Και τι είναι αυτό που συνδέεται άμεσα με το κόστος παραγωγής; Το μεροκάματο! Το κόστος παραγωγής λοιπόν θα μπορούσε να μειωθεί μόνον αν μειώνονταν και οι μισθοί. Και αυτό θα μπορούσε να γίνει με δύο τρόπους: είτε να αγνοηθούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και να υπάρξει μια οριζόντια τομή, είτε να αυξηθεί η ανεργία ώστε να εξασθενήσουν οι απαιτήσεις των συνδικαλιστικών ενώσεων, να απειληθούν οι εργαζόμενοι με καθισιό και να επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Για την ιστορία αναφέρω πως συνέβησαν και τα δύο: και οριζόντια τομή έγινε και η ανεργία αυξήθηκε! Οι επιχειρηματίες πρότειναν τρεις λύσεις που η Κυβέρνηση αποδέχθηκε: περισσότερες ώρες εργασίας, κατάργηση του κατώτερου ορίου μισθών και λιγότερες αποδοχές για όλους. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Τα συνδικάτα φυσικά αρνήθηκαν και ξεκίνησαν απεργιακές κινητοποιήσεις, όχι 24ωρες και 48ωρες, αλλά πιο γενικευμένες. Η εξαθλίωση και η ανάγκη για επιβίωση λύγισε τον κόσμο, ο οποίος γύρισε μετά από εννιά μέρες κινητοποιήσεων πίσω στις δουλειές του και αρκέστηκε στα έστω και λίγα χρήματα ως αμοιβή. Περισσότερο κράτησαν την απεργία τους οι μεταλλωρύχοι, αλλά κι αυτοί μετά λίγους μήνες λύγισαν. Τα μέτρα λοιπόν, τα οποία ελήφθησαν στην Αγγλία το 1926 είναι αυτά που λαμβάνονται 75 χρόνια αργότερα στη χώρα μας για τον ίδιο σκοπό. Και αναρωτιέται κανείς: οι εξελίξεις σε όλους τους τομείς τις τελευταίες δεκαετίες γίνονται με τέτοιο ρυθμό, που αδυνατεί κάποιος να τις παρακολουθήσει. Στις οικονομικές θεωρίες γιατί μείναμε τόσο πίσω; Στερέψαμε από ιδέες, ή αδιαφορήσαμε; Ή μήπως απλά έτσι μας βόλευε;

Ο νόμος του Λίμπλινγκ

Ο Α. Λίμπλινγκ του περιοδικού “New Yorker” διατύπωσε την άποψη πως «αν κάποιος άνθρωπος με αρκετά πολύπλοκο μυαλό προχωρήσει μ’ έναν αρκετά διεστραμμένο τρόπο, αυτό που θα κατορθώσει στο τέλος είναι να κλωτσήσει τον εαυτό του στο δρόμο», (η διατύπωση στην αγγλική είναι πιο παραστατική). Παρά τα προσαρμοστικά μέτρα, οι τιμές των αγγλικών προϊόντων εξακολουθούσαν να παραμένουν πεισματικά υψηλές σε σύγκριση με των άλλων χωρών. Έτσι το χρήμα, (και κατ’ επέκτασιν και ο χρυσός), που θα μπορούσε να εισρεύσει στην Αγγλία πήγαινε αλλού και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, οι οποίες μετά τον πόλεμο γνώριζαν σταθερά αυξανόμενη βιομηχανική δραστηριότητα σε όλους τους τομείς. Το θέμα της διαφυγής του χρυσού για εισαγωγές από την Αμερική άρχισε να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις στις αρχές του 1927. Τότε, μια επιτροπή από ευρωπαίους τραπεζίτες, (Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας), μετέβη στη Ν. Υόρκη με σκοπό να «τον πάρει πίσω». Ζήτησε μεταξύ άλλων από το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα των ΗΠΑ να χαλαρώσει τη νομισματική του πολιτική, χαμηλώνοντας το επιτόκιό του και δίνοντας δάνεια. Το ευκολότερο χρήμα και η περίσσεια ρευστότητας που αυτό συνεπάγεται, θα έφερνε στην αγορά περισσότερα δάνεια και καταναλώσιμο χρήμα και έτσι θα φρόντιζε να τραβήξει τις τιμές και στις ΗΠΑ προς τα πάνω, με αποτέλεσμα μικρότερο ανταγωνισμό για τα ευρωπαϊκής προέλευσης προϊόντα στη χώρα. Οι αμερικανοί δέχθηκαν. Αποτέλεσμα τούτου του εγχειρήματος, με εξαίρεση τους αγρότες, ήταν η περαιτέρω αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, άρα και των κερδών και πάνω απ’ όλα, (σημειώστε το αυτό), οι αξίες στο χρηματιστήριο. Το εύκολο χρήμα έπρεπε να επενδυθεί. Και που αλλού θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα αν όχι στο ναό του χρήματος; (όπως τουλάχιστον νόμιζαν οι περισσότεροι). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν οι εταιρείες επενδύσεων και χαρτοφυλακίου. Και οι δύο περιπτώσεις αφορούσαν εταιρείες, οι οποίες δημιουργήθηκαν για να κάνουν επενδύσεις σε άλλες, οι οποίες με τη σειρά τους θα επένδυαν σε τρίτες και η αλυσίδα στο τέλος θα έκλεινε με μια εμπορική εταιρεία. Ταυτόχρονα θα πουλιόντουσαν ομολογίες και προνομιούχες μετοχές. Οι τόκοι και τα προνομιούχα μερίσματα θα πληρωνόντουσαν από ένα μέρος των κερδών της τελευταίας εμπορικής εταιρείας. Τα κέρδη που θα απέμεναν θα επέστρεφαν σαν ένας αλυσιδωτός καταρράκτης, στις κοινές μετοχές, οι οποίες θα κρατούσαν αυτά που είχαν επενδύσει για να ξεκινήσει η όλη κίνηση. Όλα αυτά υποθετικά και μόνο εφ’ όσον θα υπήρχαν αρκετά κέρδη. Όταν αυτά περιοριζόντουσαν, τότε ο τόκος των ομολογιών και οι προνομιούχες μετοχές απομυζούσαν όλα τα έσοδα κι ακόμη παραπάνω. Τίποτε δεν απέμενε για να φτάσει στις «πηγές» του ποταμού. Έτσι μπορούσε να συμβεί σε μια βδομάδα μετοχές εταιρειών επενδύσεων και χαρτοφυλακίου, από «κορυφαίες» ΑΑΑ να καταλήξουν «σκουπίδια» CCC.

Εταιρείες επενδύσεων - φούσκες

Ανάμεσα στην πληθώρα εταιρειών, οι οποίες δημιουργήθηκαν αποκλειστικά και μόνον για να επενδύουν σε άλλες και να παίζουν το παιχνίδι του ενδιάμεσου στον καταμερισμό των κερδών, μπορούμε να ξεχωρίσουμε μία, η οποία μέσα σε διάστημα έντεκα μηνών κατάφερε να δημιουργήσει τεράστιες υπεραξίες, να εξανεμίσει τα κεφάλαια των επενδυτών που την εμπιστεύτηκαν και τέλος να πτωχεύσει. Η αρχή έγινε στις 4 Δεκεμβρίου 1928. Ήταν η μέρα δημιουργίας της επενδυτικής εταιρείας Goldman Sachs Trading Corporation, (θυγατρική της Goldman του 1869), με μετοχές αξίας 100 εκατομμυρίων δολαρίων, (τα πρώτα 100 εκατομμύρια είναι δύσκολα όπως λένε), εκ των οποίων τα 90 πουλήθηκαν στον κόσμο. Το Φεβρουάριο του 1929 συγχωνεύτηκε με την Financial and Industrial Securities Corporation, μια άλλη εταιρεία επενδύσεων και το ενεργητικό της ανέβηκε στα 235 εκατομμύρια. Οι δύο αυτές συγχωνευμένες εταιρείες τον Ιούλιο του ιδίου έτους δημιούργησαν την «ΣΕΝΑΝΤΟΑ», (Shenandoah) και πήραν έγκριση για την έκδοση προνομιούχων μετοχών αξίας 102,3 εκατομμυρίων δολαρίων για να επενδυθούν σε άλλες μετοχές. Επειδή υπήρχε υπερκάλυψη του ποσού, εκδόθηκαν ακόμη περισσότερες μετοχές. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους πάντα, η ΣΕΝΑΝΤΟΑ δημιούργησε την εταιρεία Blue Ridge Corporation, (διευθυντής της οποίας ήταν ο John Foster Dales) και εκδόθηκαν 714 εκατομμύρια δολάρια σε χρεόγραφα για την εξαγορά μιας ακόμη εταιρείας επενδύσεων και μιας τράπεζας. Από κει και μετά άρχισε η κατηφόρα. Οι μετοχές της ΣΕΝΑΝΤΟΑ από 17,5 δολάρια που ήταν η αρχική τους αξία, ανέβηκαν στα 36 και τελικά έπεσαν στα 0,50! Η Blue Ridge με μερικά δικά της τεχνάσματα κατάφερε να ανεβάσει τη μετοχή της στα 222 δολάρια, αλλά λίγο αργότερα θα μπορούσε κανείς να τις αγοράσει για μόλις 2! Ρίξτε μια ματιά στην παρακάτω σύνδεση. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: http://seekingalpha.com/article/26041-1929-s-closed-end-fund-craze-lessons-for-today

Μαύρη Πέμπτη

Για τον Γκόλντμαν Σακς, όπως και για όλες τις μετοχές, η κρίσιμη ημέρα ήταν η Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 1929. Τότε ανεξήγητο πώς, όλος ο κόσμος έτρεξε να ρευστοποιήσει τις μετοχές του, με αποτέλεσμα στο χρηματιστήριο να συμβεί το αδιαχώρητο και όλοι να έχουν την πεποίθηση πως είτε είχαν ήδη καταστραφεί, είτε θα καταστρέφονταν πολύ σύντομα. Σε μια προσπάθεια τόνωσης της αρνητικής κατάστασης, κάποιοι επενδυτές με οδηγό τη Μόργκαν αποφάσισαν να ρίξουν λίγο χρήμα στην αγορά και να αναστρέψουν το κλίμα. Προς στιγμήν φάνηκε να πετυχαίνει, αλλά τελικά ήταν μόνο προσωρινό. Ο κόσμος συνέχισε να συγκεντρώνεται ανήσυχος γύρω από το χρηματιστήριο και οι αρχές αποφάσισαν να κλείσουν τον εξώστη των επισκεπτών. Ένας από αυτούς που παρακολουθούσαν τη συνεδρίαση από τον εξώστη ήταν και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, του οποίου η εμμονή για την επιστροφή στο χρυσό το 1925, η προσπάθεια για διάσωση της Αγγλίας που ακολούθησε με τη δημιουργία εύκολου χρήματος, αποτέλεσε κατά πολλούς την αιτία για όλα αυτά. Δεν ξέρει κανείς αν η παρουσία του Τσώρτσιλ ήταν τυχαία, ή είχε έρθει να παρακολουθήσει τη συνεδρίαση παρακινούμενος από κάποιο αίσθημα ενοχής. Η προσωρινή έστω διάσωση της κατάστασης δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Το πραγματικό κραχ ήρθε την ερχόμενη Τρίτη 29 Οκτωβρίου και αυτή τη φορά δεν έγινε κάποια επέμβαση για διάσωση. Ο κατήφορος κράτησε περίπου τρία χρόνια, με αντίστοιχη μείωση των καταναλωτικών δαπανών και του ΑΕΠ της χώρας, πτώχευση πολλών επιχειρήσεων και τραπεζών και μεγάλα ποσοστά ανεργίας. Ενημερωτικά αναφέρω πως μετά από τρία χρόνια η Αγγλία εγκατέλειψε για δεύτερη φορά το χρυσό κανόνα.

Το Γερμανικό θαύμα

Αν και δεν υπήρχε τότε ο όρος παγκοσμιοποίηση έτσι όπως τον βιώνουμε σήμερα, ωστόσο τα αποτελέσματα του κραχ είχαν αντίκτυπο σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Όσο πιο πλούσια ήταν μια χώρα, όσο πιο προηγμένη βιομηχανία είχε, τόσο βαθύτερη ήταν η ύφεσή της. Η πρωτότυπη τόσο τότε, όσο και σήμερα λύση που πρότειναν οι πολιτικοί ήταν κουράγιο, υπομονή και σφίξιμο στα ζωνάρια με την προσδοκία να βγουν οι χώρες αυτές απ’ την κρίση. Αν και ακούγεται παράδοξο, αυτοί που με τις επιλογές τους δημιούργησαν την κρίση, αυτοί είναι που τώρα θεωρούν πως η κρίση ήταν αναγκαία και πως ίσως κατά βάθος είχε και κάποιου είδους θεραπευτικές ιδιότητες, αφού μέσω αυτής το οικονομικό σύστημα θα απέβαλε το δηλητήριο που είχε συσσωρεύσει. Απόλυτος εφαρμοστής αυτής της λογικής ήταν ο Γερμανός καγκελάριος Heinrich Brüning, ο οποίος αύξησε τους φόρους και μείωσε τις αποδοχές των εργατών σε μια Γερμανία που το 1931 είχε ήδη 25% ανεργία. Ο κόσμος όπως ήταν φυσικό αγανάκτησε ακόμη περισσότερο και αμφισβητούσε τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, σε σημείο που να τη συγκρίνει με τις ιδέες του Χίτλερ. Ο τελευταίος, όταν ανέλαβε την εξουσία στη Γερμανία το 1933, κατάλαβε πως αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να εφαρμόσει κατά γράμμα τις οδηγίες του Κέυνς, να κυκλοφορήσει χρήμα στην αγορά, ώστε να τονωθεί η ανεργία και τα εισοδήματα του λαού. Έτσι, δανείζονταν και ξόδευε χρήματα για την κατασκευή έργων υποδομής και ταυτόχρονα έβαλε φραγμούς στην έξοδο του χρήματος από τη χώρα με αυστηρό έλεγχο στη διακίνηση του συναλλάγματος. Αποτέλεσμα τούτου ήταν το χρήμα που έμπαινε στις τσέπες του κόσμου και των επιχειρηματιών να ξοδεύεται στο μεγαλύτερο ποσοστό του εντός των συνόρων και να τονώνει όλους τους τομείς της οικονομίας. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, η ανεργία σχεδόν μηδενίστηκε και προς το τέλος της δεκαετίας, η Γερμανία κατάφερε να έχει καθολική απασχόληση με σταθερές τιμές, κάτι που στα βιομηχανικά δεδομένα αποτέλεσε μοναδικό επίτευγμα! Το επίτευγμα αυτό, αν και μοναδικό δεν έπειθε, καθώς το καθεστώς των ναζί αποτελούσε κόκκινο πανί για τους συντηρητικούς Άγγλους και Αμερικάνους, οι οποίοι θεωρούσαν κάτι παραπάνω από βέβαιο πως η οικονομία της Γερμανίας σύντομα θα κατέρρεε. Οι ΗΠΑ θα έπρεπε να περιμένουν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο για να δουν την ανεργία τους να μειώνεται δραστικά και τους ανέργους να σπανίζουν μόλις το 1942. Ο Χίτλερ κατάφερε να φέρει την καθολική απασχόληση όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στις χώρες των «εχθρών» του. Ίσως ήταν ο μόνος, ο οποίος άθελά του να αποτέλεσε τον πιο ένθερμο υποστηρικτή των κεϋνσιανικών ιδεών.

Ο John Maynard Keynes

Οι ιδέες, οι οποίες κατά καιρούς δημιουργούν τις επαναστάσεις, δεν προέρχονται, όπως ίσως θεωρούν οι περισσότεροι, από τις μάζες του λαού, (που θα είχαν και κάθε λόγο να επαναστατήσουν), αλλά από το χώρο των διανοουμένων, τους οποίους και χαρακτηρίζουν ως ανίκανους, καβγατζήδες, διεστραμμένους και απειθάρχητους. Όσοι νοιώθουν άνετοι με τα πράγματα έτσι όπως είναι, οι στην κυριολεξία συντηρητικοί, θεωρούν τους διανοούμενους επικίνδυνους, αξιοκατάκριτους και υπεύθυνους για τον άσκοπο ξεσηκωμό των φτωχών και των δυσαρεστημένων, ενώ οι ίδιοι, (οι διανοούμενοι πάντα), πιστεύουν πως τους αντιπαθούν επειδή ζηλεύουν το μυαλό τους. Στην ουσία, οι διανοούμενοι εξυπηρετούν και τους δύο: και τους συντηρητικούς και τους ριζοσπαστικούς. Πριν και μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, οι ιδέες τους συνέβαλαν στο να διασωθεί το γόητρο του καπιταλισμού. Όπως δεν ήρθαν από τις μάζες οι ιδέες του σοσιαλισμού, έτσι και αυτές που έσωσαν τον καπιταλισμό δεν ήρθαν από τους επιχειρηματίες, τους τραπεζίτες, ή τους κατόχους μετοχών, (η αξία των οποίων είχε μηδενιστεί). Ήρθαν βασικά από τον Τζων Μέυναρντ Κέυνς, η μοίρα του οποίου ήταν να θεωρηθεί ιδιαίτερα επικίνδυνος από την τάξη την οποία διέσωσε! Θα ήταν λοιπόν σημαντική παράλειψη, στη μικρή αυτή ιστορική αναδρομή στην πορεία του χρήματος, η μη αναφορά σε έναν εκ των δύο σημαντικότερων οικονομολόγων του 20ου αιώνα, (ο έτερος ήταν ο Μίλτον Φρίντμαν), οι θεωρίες του οποίου αποτέλεσαν σημείο τριβής, αλλά και επανάστασης στις μέχρι τότε ισχύουσες απόψεις σχετικά με την ανάπτυξη, την απασχόληση, το χρήμα και τις επενδύσεις. Γεννήθηκε στο Κέμπριτζ το 1883, (τη χρονιά που πέθανε ο Καρλ Μαρξ), από οικογένεια οικονομολόγων, έζησε τη φρίκη των δύο παγκοσμίων πολέμων, το κραχ του 1929, τις προσπάθειες για ανάταση της παγκόσμιας οικονομίας και αφού διατέλεσε καθηγητής πανεπιστημίου, μαθηματικός, συγγραφέας, αλλά και ανώτατος κρατικός υπάλληλος, έφυγε από τη ζωή το 1946.

Η ζωή του

Σπούδασε στα σημαντικότερα ίσως πανεπιστήμια της εποχής, όπως στο Τρίνιτι, στο ΄Ηττον και στο Κινγκς, στο οποίο μαζί με μερικούς ακόμη ένθερμους νεαρούς συμμετείχε στην ομάδα Bloomsbury, μια «λέσχη» διανοουμένων, φιλοσόφων και καλλιτεχνών, οι οποίοι ζούσαν και δραστηριοποιούνταν στην ομώνυμη περιοχή του Λονδίνου το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Όλοι τους ήταν βαθιά επηρεασμένοι από τον Άγγλο φιλόσοφο George Moore, ο οποίος μεταξύ άλλων πίστευε πως «τα θέματα που είναι κατάλληλα για αντικείμενα διάπυρης σκέψης και επικοινωνίας είναι: κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, η ομορφιά και η αλήθεια. Οι πρωταρχικοί σκοποί της ζωής είναι: η αγάπη, η δημιουργία και το κυνήγι της γνώσης. Από αυτά πρώτη και με διαφορά έρχεται η αγάπη». Ο Κέυνς επηρεάστηκε βαθιά και από τον διάσημο οικονομολόγο Alfred Marshall, ο οποίος βασίλευε στον κόσμο των αγγλοαμερικανικών οικονομικών και του οποίου το βιβλίο «Αρχές» ήταν στην ύλη πολλών πανεπιστημίων της Αγγλίας, όπως π.χ. του Μπέρκλεϋ. Παρά τις οικονομικές του σπουδές, απέτυχε στις εξετάσεις των δημοσίων υπαλλήλων και μάλιστα στο μάθημα των οικονομικών και έδωσε την χαρακτηριστική εξήγηση πως «οι εξεταστές γνώριζαν μάλλον λιγότερα απ’ όσα εγώ». Παρ’ όλα αυτά μπόρεσε να πάρει μια θέση στο υπουργείο των Ινδιών, στο οποίο δεν είχε και πολλά πράγματα να κάνει, με αποτέλεσμα να επιδοθεί στο γράψιμο μελετών. Αργότερα πήρε υποτροφία για το Καίμπριτζ από τον ίδιο τον Alfred Marshall. O A’ παγκόσμιος πόλεμος τον βρήκε στο υπουργείο των Οικονομικών με καθήκοντα να καλύπτει όλες τις υπερατλαντικές πολεμικές αγορές με έσοδα από το αγγλικό εμπόριο, από δάνεια και από τις αποδόσεις των χρεογράφων που εκδίδονταν και πωλούνταν στο εξωτερικό.

Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης

Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, ο Κέυνς ως στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών επιλέχθηκε για να συμμετάσχει στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων στις αρχές του 1919 για την υπογραφή και επισήμως των συνθηκών λήξης του πολέμου και την «απόδοση ευθυνών» στα κράτη τα οποία εθεωρούντο υπεύθυνα για το αιματοκύλισμα της Ευρώπης. Το κλίμα δεν ήταν φιλικό, εκδικητικό θα έλεγε κανείς, κυρίως ως προς τη Γερμανία, στην οποία επεβλήθη η καταβολή του ασύλληπτου ποσού των 33 δις δολαρίων(!) ως αποζημίωση, η παραχώρηση εδαφών, (Αλσατία, Λωρραίνη, Πόζεν, Σάαρ, Γκντανσκ), η μείωση του αριθμού των στρατιωτών της, καθώς και η απαγόρευση κατασκευής οποιουδήποτε στρατιωτικού-αμυντικού υλικού! Όλα αυτά εξόργισαν τον Κέυνς, ο οποίος παραιτήθηκε από την επιτροπή τον Ιούνιο του ίδιου έτους και επέστρεψε στην Αγγλία. Εκεί έγραψε ένα κείμενο, στο οποίο καταφέρονταν με οργή κατά των άρθρων της Συνθήκης, και μάλιστα υποστήριζε πως το μόνο που θα κατόρθωνε η Ευρώπη με αυτήν, θα ήταν να τιμωρήσει τον εαυτό της, ζητώντας να πάρει από τους Γερμανούς περισσότερα από όσα είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν, κάτι που αποδείκνυε με αριθμούς και πως αυτό θα οδηγούσε στην επανάληψη του πολέμου με μεγαλύτερη ένταση! (σύμπτωση;). Τίτλος του έργου: «Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης». Δημοσιεύτηκε πριν το τέλος του 1919 και απέσπασε δυσμενείς κριτικές κυρίως από τους Times. Έφερε όμως χαρά στους «αδικημένους», καθώς τους δημιούργησε ένα σοβαρό υπόβαθρο για να υποστηρίξουν πως υπέφεραν από τους όρους αυτής της συνθήκης, (ο Χίτλερ αργότερα το χρησιμοποίησε δεόντως). Η κίνηση αυτή του Κέυνς τον κράτησε για πολλά χρόνια έξω από τις δημόσιες υποθέσεις, γιατί είχε παραβεί τους κανόνες. Η κατάρα του δημόσιου άντρα είναι ότι προσαρμόζει πρώτα τη γλώσσα του και μετά τις απόψεις του, ανάλογα με τη θέση που κατέχει! Τις περισσότερες φορές ο έξυπνος άνθρωπος δεν είναι περιζήτητος, αντίθετα αντιμετωπίζεται ως πιθανή απειλή. Μήπως δεν ισχύει και σήμερα κάτι τέτοιο;

Το έργο του

Τον περισσότερο καιρό ο Κέυνς τον πέρασε γράφοντας. Το καλό γράψιμο προκαλεί υποψίες, γιατί μπορεί να δημιουργήσει ρεύμα και να πείσει τον κόσμο, αλλά απαιτεί και καθαρή σκέψη. Κανείς δεν μπορεί να εκφράσει καλά κάτι που δεν καταλαβαίνει ο ίδιος. Έτσι λοιπόν το καθαρό γράψιμο αντιμετωπίζεται ως απειλή, σαν κάτι το βαθύτατα καταστρεπτικό για τους πολυάριθμους μελετητές, οι οποίοι καλύπτουν τη μετριότητα της σκέψης τους πίσω από τα ακαταλαβίστικα κείμενά τους. Κατά έναν επίσης παράδοξο τρόπο τα ακαταλαβίστικα ή διφορούμενης έννοιας κείμενα προσελκύουν οπαδούς, (όταν η κατανόηση φτάσει μετά από πολύ προσπάθεια, ο αναγνώστης κρατάει με πείσμα αυτό που πιστεύει ακόμη και όταν υπάρχουν αρκετές αοριστίες και αντιλογίες, όπως στη Βίβλο ή στον Μαρξ και πάντα βρίσκει κάτι που να θέλει να πιστεύει), οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι ανήσυχα μυαλά που δεν συμβιβάζονται εύκολα με την πεπατημένη. Όταν το δοκίμασε αυτό, ο Κέυνς αποδείχθηκε υπέροχος συγγραφέας, κάτι το οποίο μεγάλωσε ακόμη περισσότερο την καχυποψία με την οποίαν τον αντιμετώπιζαν, με αποτέλεσμα να μείνει «απέξω». Δεν ξέρω αν ήταν προς όφελός τους η απομόνωση στην οποία τον είχαν υποβάλει, καθώς ο Κέυνς ως διευθυντής πολλών εταιρειών και πρόεδρος της ασφαλιστικής εταιρείας national mutual insurance company, είχε άποψη, η οποία μάλιστα ακούγονταν και δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Ίσως να ήταν καλύτερη στρατηγική να τον είχαν κρατήσει μέσα στην ομάδα τους, ώστε να μπορούν στο μέτρο του δυνατού να τον ελέγχουν. Μετά το κραχ του 1929, ο Κέυνς ήταν ξεκάθαρος ως προς την πορεία που έπρεπε να ακολουθηθεί για να ανασάνει λίγο η οικονομία: πίστευε πως η κυβέρνηση θα έπρεπε να δανειοδοτείται και τα χρήματα από τη δανειοδότηση αυτή να ξοδεύονται σε έργα υποδομής. Ο δανεισμός θα εξασφάλιζε την αύξηση στην προσφορά του χρήματος, (Μ1 στον τύπο του Ιρβινγκ Φίσερ) και αυτό που ξοδεύονταν, θα ξοδεύονταν στη συνέχεια και από τους αποδέκτες του χρήματος, εργάτες κ.λπ. Έτσι οι κυβερνητικές δαπάνες από τη μια και οι δαπάνες εκείνων που θα έπαιρναν τα χρήματα από την άλλη, θα εξασφάλιζαν πως δεν θα υπήρχε καμιά αντισταθμιστική πτώση της ταχύτητας στα V και V1. Δεν έπρεπε μόνο να δημιουργείται χρήμα, αλλά να εξασφαλίζεται και η χρήση του. Αυτό ήταν που εφαρμόστηκε στη Γερμανία και είδαμε τα αποτελέσματα που είχε στην οικονομία της χώρας μέσα σε μια πενταετία, γι’ αυτό και όχι άδικα ο Χίτλερ θεωρήθηκε ως ο πρώτος εφαρμοστής της Κεϋνσιανικής θεωρίας.

Η γενική θεωρία

Όλα αυτά συμπεριελήφθησαν στο δεύτερο βιβλίο που έγραψε το 1936 με τίτλο "Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος". Ο Κέυνς υποστήριζε την αναδιανομή μέρους των κερδών του κεφαλαίου στις κατώτερες τάξεις, με τη μορφή κοινωνικών επιδομάτων και άλλων παροχών (Κεϋνσιανική ρύθμιση), προκειμένου να αποφεύγεται η δυσαρέσκεια των στρωμάτων αυτών και κατά συνέπεια οι αναταραχές. Ας σημειωθεί όμως ότι μια τέτοια ρύθμιση δεν ήταν ποτέ στόχος του ίδιου του Κέυνς. Ο Κέυνς πρότεινε την άνοδο των δημοσίων δαπανών σε περιόδους κρίσεων για να καλύψουν μέρος του ελλείμματος ζήτησης, που, υπό προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει την οικονομία μακριά από μια θέση ισορροπίας πλήρους απασχόλησης. Οι δημόσιες δαπάνες μπορεί να ξοδεύονται ως επιδόματα ανεργίας κτλ, ο κύριος στόχος όμως δεν είναι η αναδιανομή αλλά η επανόρθωση της ισορροπίας. Μάλιστα η αύξηση της φορολογίας σε περιόδους κρίσης είναι πλήρως αντίθετη στη νοοτροπία του Κέυνς ο οποίος ζητά αύξηση των επενδύσεων στις κρίσεις, με χρήματα τα οποία προέρχονται από τα πλεονάσματα στις καλύτερες εποχές. Το βασικό συμπέρασμα του Κέυνς ήταν ότι το οικονομικό σύστημα μπορούσε να ισορροπήσει και χωρίς καθολική απασχόληση, όπως πίστευαν μέχρι τότε και μάλιστα σε περιόδους με συνεχιζόμενη υψηλή ανεργία. Τα τελικά αίτια της «ισορροπίας της υποαπασχόλησης», όπως την ονόμαζαν οι οικονομολόγοι της εποχής, βρίσκονταν στις προσπάθειες ατόμων και επιχειρήσεων να αποταμιεύσουν περισσότερα χρήματα, από όσα ήταν συμφέρον εκείνη την εποχή στους επιχειρηματίες να επενδύουν. Ό,τι αποταμιεύεται θα πρέπει τελικά να ξοδευτεί, διαφορετικά θα υπάρξει έλλειμμα στην αγοραστική δύναμη, κάτι το οποίο αντιτίθετο στην καθιερωμένη μέχρι τότε οικονομολογία, που πίστευε πως το εισόδημα από την παραγωγή των διαφόρων προϊόντων ήταν αρκετό για να αγοράσει αυτά τα προϊόντα. Θεωρούσαν πως οι αποταμιεύσεις επενδύονταν πάντοτε. Αν και δεν το αρνήθηκε αυτό ο Κέυνς, απέδειξε πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί με μια πτώση στη συνολική παραγωγή της οικονομίας. Μια τέτοια ύφεση θα περιόριζε τις αποδοχές, θα μετέτρεπε τα εμπορικά κέρδη σε απώλειες και ενώ θα περιόριζε τις επενδύσεις, θα περιόριζε τις αποταμιεύσεις ακόμη περισσότερο. Η θεραπεία κατά τον Κέυνς ήταν η κάθε κυβέρνηση να δανείζεται και να επενδύει. Αν δανειζόταν και επένδυε αρκετά, όλες οι αποταμιεύσεις θα αντισταθμίζονταν με επενδύσεις σ’ ένα υψηλό επίπεδο παραγωγής και απασχόλησης. Η «γενική θεωρία» επικύρωνε τη θεραπεία που είχε προτείνει από παλιά.

Η καθιέρωση των ιδεών του στις ΗΠΑ

Η δημοσίευση της «γενικής θεωρίας» έγινε βασικό θέμα συζητήσεων στα οικονομικά πανεπιστήμια με πρώτο το Χάρβαρντ, καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ περιέγραφε μια λύση χωρίς επανάσταση, όπου ο ευχάριστος κόσμος μας παρέμενε και θα έφευγαν η ανεργία και η οδύνη. Βέβαια οι ιδέες εκείνες έγιναν περισσότερο αποδεκτές από τους φοιτητές αυτών των πανεπιστημίων και όχι από τους καθηγητές, οι οποίοι τις έβλεπαν αποδοκιμαστικά. Ωστόσο δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την ορμή τους, καθώς η κοινωνία την περίοδο εκείνη του μεγάλου μαρασμού, είχε ανάγκη από κάτι καινούργιο και πόσο μάλλον από ιδέες, που φαινόντουσαν πραγματοποιήσιμες. Μια τέτοια ανάγκη φαίνεται να έκανε τον Μάρινερ ‘Ηκλς, (Marriner Stoddard Eccles), πρόεδρο του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος, ο οποίος είχε δει ουρές ανθρώπων στις τράπεζές του να προσπαθούν να πάρουν τα χρήματά τους, κόσμο να αναζητά εργασία χωρίς καμιά ελπίδα, αγρότες με ανύπαρκτο εισόδημα να ζουν σε άθλιες συνθήκες έξω από τα όρια της πόλης, να αναρωτηθεί γιατί να μην δοκιμάσει έστω η κυβέρνηση να δημιουργήσει θέσεις εργασίας ξοδεύοντας χρήματα σε επενδύσεις; Αυτός και ο βοηθός του, ο καναδός Λώτσλιν Κιούρι, καθηγητής στο Χάρβαρντ και προς το τέλος της δεκαετίας του 1930 σύμβουλος του προέδρου Ρούζβελτ σε οικονομικά ζητήματα, ήταν οι πρωτεργάτες της λεγόμενης Κεϋνσιανικής επανάστασης. Ακολούθησαν και άλλοι, άνθρωποι με μεγάλη επιρροή στη χώρα, με αποτέλεσμα προς το τέλος της δεκαετίας την αποδοχή του Κέυνς και των ιδεών του στην αμερικανική οικονομική σκέψη. Παρ΄ όλα αυτά όμως οι ενέργειες για την πρακτική εφαρμογή των ιδεών του ήταν άτονες! Έπρεπε να ξεσπάσει ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος για να φέρει την κεϋνσιανική θεραπεία.

Μαθήματα από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο

Ο πόλεμος αποκάλυψε δύο από τα πιο σταθερά χαρακτηριστικά της κεϋνσιανικής επανάστασης: το ένα ήταν η ηθική διαφορά ανάμεσα στις δαπάνες για το καλό του κόσμου και τις δαπάνες για τον πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του μαρασμού, πίστευαν πως τα περιορισμένα έξοδα για τους ανέργους, ήταν επικίνδυνα για την οικονομία. Τώρα οι αυξημένες δαπάνες για τον πόλεμο ήταν ασφαλείς. Μήπως δεν ισχύει κάτι τέτοιο ακόμη και σήμερα; Οι αυξημένες αυτές δαπάνες περιόρισαν την ανεργία στις ΗΠΑ σε σημείο που από κάποια στιγμή και μετά οι άνεργοι να σπανίζουν. Ταυτόχρονα με την εξάλειψη της ανεργίας όμως, έκανε την εμφάνισή του ο πληθωρισμός, ο οποίος θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, κατά τον Κέυνς πάντα, με αύξηση στους φόρους, ώστε να αντισταθμιστούν οι δαπάνες και να διατηρηθεί χαμηλό το έλλειμμα του προϋπολογισμού της χώρας. Επί πλέον, το κόστος ζωής θα έπρεπε να μείνει σταθερό κι αν κρινόταν αναγκαίο να επιδοτούντο ακόμη και τα τρόφιμα και αν κάποια ευρίσκονταν σε ανεπαρκείς ποσότητες να μοιράζονταν με δελτίο. Το εγχείρημα είχε επιτυχία, οι τιμές παρέμειναν σχεδόν σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και μόνο όταν αυτός τελείωσε και σταμάτησε ο έλεγχος των τιμών το 1946, τότε αυξήθηκαν. Η ίδια πολιτική τιμών εφαρμόστηκε και μάλιστα με επιτυχία και στην Αγγλία. Αυτό ήταν. Η γενική θεωρία έγινε πράξη. Και εφ’ όσον είχε επιτυχία στον πόλεμο, γιατί να μην έχει και στην ειρήνη. Μόνο σε ένα σημείο είχε αδυναμία το κεϋνσιανικό σύστημα, στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού!

Bretton Woods

To 1944 μια αντιπροσωπεία από 44 κράτη συγκεντρώθηκαν στο Bretton Woods της πολιτείας New Hampshire, για να πάρουν αποφάσεις, οι οποίες θα εξασφάλιζαν πως λάθη του παρελθόντος τα οποία σχετίζονταν με το χρυσό και τις επανορθώσεις, δεν θα επαναλαμβανόταν. Δεν ήταν συνδιάσκεψη κρατών, ήταν κάτι σαν αναμέτρηση των 44 εκπροσώπων και του Κέυνς! Αποτέλεσμα αυτής της «αναμέτρησης» ήταν η δημιουργία της Διεθνούς Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και του γνωστού μας πλέον Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η πρώτη θα ασχολούνταν με την παροχή βοήθειας και όχι με την τιμωρία εκ μέρους των νικητριών δυνάμεων, για την ανασυγκρότηση των χαμένων, (αυτό δηλαδή που υποστήριξε ο Κέυνς στον φιλιππικό του για τη συνθήκη των Παρισίων) και το δεύτερο θα έδινε κάποιο μικρό ποσοστό ελαστικότητας στην κυριαρχία του χρυσού, (καμιά σχέση με τα σημερινά του «καθήκοντα»). Όποια χώρα βρισκόταν σε ύφεση, θα μπορούσε να δανειστεί από το ΔΝΤ με σκοπό να την ξεπεράσει. Ο πόλεμος τελείωσε και η Αγγλία ζήτησε δάνειο, (3,75 δις δολάρια), για να ανασυγκροτηθεί η οικονομία της, να βελτιωθεί η παραγωγή και να αρχίσουν και πάλι οι εξαγωγές να πληρώνουν για τις εισαγωγές. Ένας από τους διαπραγματευτές αυτού του δανείου ήταν και ο Κέυνς. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η στερλίνα ήταν υπό αυστηρό συναλλαγματικό έλεγχο και εξ αιτίας τούτου πολλοί, (έμποροι της μαύρης νομισματικής αγοράς, κερδοσκόποι, αλλά και τράπεζες), είχαν συσσωρεύσει «πολεμικούς θησαυρούς» σε αυτό το μη μετατρέψιμο νόμισμα. Ένας από τους όρους του δανείου όριζε, πως θα γινόταν ολοκληρωτικά και ελεύθερα μετατρέψιμο σε δολάρια, άρα και σε χρυσό, το 1947, (όπως προέβλεπε το χρονοδιάγραμμα). Αυτό ήταν. Όλοι όσοι είχαν στερλίνες έτρεξαν να τις μετατρέψουν σε δολάρια. Μέσα σε λίγες μέρες το δάνειο είχε εξαφανιστεί. Το 1925 η υπερτιμημένη στερλίνα, έφερε την ευθύνη για τα καταστροφικά αποτελέσματα στην οικονομία. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα φέρει την ευθύνη για την εξαφάνιση του 1ου μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο αγγλικού δανείου! Ο Κέυνς πίστευε πως αυτοί που αποφαίνονται μόνοι τους για την οικονομική τους σοφία, είχαν μια θαυμάσια συνέπεια, ειδικά στα λάθη τους! Μετά το φιάσκο του αγγλικού δανείου, ήρθε το σχέδιο Μάρσαλ, (για το οποίο έχω αναφερθεί στο παρελθόν). Τα αποτελέσματα της θεωρίας του Κέυνς ήταν τώρα χειροπιαστά. Είχαν όλοι καταλάβει πως έπρεπε να παρέχεται βοήθεια στον ηττημένο εχθρό και όχι να τιμωρείται!

Η μετά Κέυνς εποχή

Για περίπου τριάντα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο καπιταλισμός λειτούργησε τέλεια. Παντού, στις βιομηχανοποιημένες χώρες, η παραγωγή αυξήθηκε και η ανεργία ήταν χαμηλή. Όταν κάτι πήγαινε στραβά, οι κυβερνήσεις επέμβαιναν και απέτρεπαν την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, όπως ακριβώς είχε προτείνει ο Κέυνς. Παρά τα θετικά, υπήρχαν σαφώς και μειονεκτήματα στην κεϋνσιανική θεωρία. Οι φτωχές χώρες, όπως και η δική μας δυστυχώς, δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν την ανάπτυξη των βιομηχανικών χωρών μέσα από τη στήριξη των χρημάτων Μάρσαλ, γιατί απλούστατα τους έλλειπαν η βιομηχανική εμπειρία, η ικανότητα, η πειθαρχία, οι υποδομές και επιπλέον μια αποτελεσματική κεντρική κρατική διοίκηση. Αυτά δυστυχώς δεν μπορούσαν να αγοραστούν με χρήματα! Ένα άλλο τυφλό σημείο της θεωρίας, στο οποίο αναφερθήκαμε νωρίτερα ήταν και η αδυναμία της στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Ενώ είχε αποτελεσματικές λύσεις για τη διαχείριση της ύφεσης και της ανεργίας, στον τομέα αυτόν μειονεκτούσε. Έγινε κατά κάποιο τρόπο κατανοητό πως οι ιδέες του Κέυνς ήταν εφαρμόσιμες στις πλούσιες χώρες και όχι στις φτωχές. Διαπιστώθηκε επίσης πως η εποχή Κέυνς είχε περιορισμένο διάστημα ζωής. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 60 οι τιμές ανέβαιναν σταθερά, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και ο πληθωρισμός. Ο πληθωρισμός θεραπεύεται με υψηλά ποσοστά ανεργίας, κάτι τέτοιο όμως αντιτίθετο στην ουσία της κεϋνσιανικής θεωρίας, η οποία σκοπό είχε κυρίως να τη θεραπεύσει. Έτσι, αργά, αλλά σταθερά οι οικονομικοί εγκέφαλοι έπρεπε να βρουν άλλες οδούς, που να μπορούσαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.

Ο καιρός της φούσκας

Μετά το κραχ του 1929, η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος μπήκε σε κανόνες, υπό κρατική επιτήρηση θα έλεγε κανείς, ώστε να αποφευχθεί τυχόν επανάληψη παρόμοιου φαινομένου. Κι αυτό φαίνεται να λειτούργησε καλά για περίπου πενήντα χρόνια. Κάπου προς τα τέλη της δεκαετίας του 70, οι τράπεζες άρχισαν να επιδιώκουν όλο και περισσότερο την ανεξαρτητοποίησή τους από τους κρατικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, με σκοπό να παίξουν χωρίς φραγμούς το παιχνίδι της κερδοσκοπίας, χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια που στριμώχνονταν στα θησαυροφυλάκιά τους. Σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά με διαφορετική ταχύτητα, οι κυβερνήσεις έκαναν πίσω παρέχοντας στους τραπεζίτες ό,τι ζητούσαν και πριν την αυγή της νέας χιλιετίας ανεξαρτητοποιήθηκαν πλήρως. Σ’ αυτό βοήθησε βέβαια κυρίως η διαφθορά των κυβερνώντων, η οποία σε όλες τις περιπτώσεις έπαιξε αποφασιστικό ρόλο. Θεωρήθηκε λοιπόν επένδυση από τους τραπεζίτες με μακροπρόθεσμα οφέλη το λάδωμα των κυβερνήσεων, με σκοπό να αφήσουν το χρήμα να ξεζουμίσει τις ανυποψίαστες οικονομίες και τον άπειρο λαό, που με την ιδέα της αποκομιδής κερδών και της ανόδου του στο κοινωνικό στερέωμα, δεν δίσταζε να επενδύσει το μικρό ούτως ή άλλως κομπόδεμά του σε προϊόντα που ούτε να τα προφέρει δεν γνώριζε. Ακόμη και σήμερα αν ρωτήστε κάποιον τι είναι τα CDS, το πιο πιθανό είναι να σας πει πολλά CD! Δείτε τι έγινε με το χρηματιστήριο της Αθήνας την περίοδο 1999-2001. Οι περισσότεροι γνωρίζαμε πως κάποια στιγμή η φούσκα θα σκάσει, αλλά κανείς μας δεν έκανε πίσω! Παρατούσαμε ό,τι κι αν κάναμε για να ακούσουμε πώς έκλεισε η τάδε ή η δείνα μετοχή και να υπολογίσουμε τα κέρδη μας στο τέλος κάθε συνεδρίασης! Δεν αρκούμασταν σε κέρδη 10 και 20%. Περιμέναμε να πλουτίσουμε! Δεν μας έφτανε η αφέλειά μας, γίναμε και άπληστοι. Η φούσκα έσκασε κι ακόμα να συνέλθουμε. Όπως λέει κι ο λαός, «όποιος γυρεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα».

Το εύκολο χρήμα

Σε παγκόσμιο επίπεδο τα πρώτα σύννεφα της κατάρρευσης φάνηκαν με την αυγή της νέας χιλιετίας. Με αφετηρία τη χειραφέτησή τους, πολλές τράπεζες συνασπίστηκαν και δημιούργησαν επενδυτικά σχήματα παγκόσμιας εμβέλειας και τεράστιας κεφαλαιακής επάρκειας. Τα τρικ στα διάφορα προϊόντα, είτε παράγωγα ονομάζονταν αυτά, είτε δομημένα ομόλογα, είτε CDO’s, (χρεωστικά ομόλογα), σε συνδυασμό με τα CDS, (ασφάλιστρα μη πληρωμής), κατέστησαν κάτι παραπάνω από εύκολο το δανεισμό, αφού ουσιαστικά πληρωθούν δεν πληρωθούν τα δάνεια, οι τράπεζες ήταν εξασφαλισμένες. Τόσο μεμονωμένα άτομα, όσο και Κράτη ολόκληρα, έπεσαν απερίσκεπτα στη δίνη του εύκολου χρήματος, μην υπολογίζοντας πως κάποια στιγμή θα χρειαστεί να πληρωθούν τα δανεικά. Κι άντε να την πατήσω εγώ ως ευφάνταστος και ευκολόπιστος πολίτης, αλλά οι κυβερνήσεις, πώς πιάστηκαν κορόιδα; Φταίει η κοινωνική τους πολιτική, οι κομματικές επιδιώξεις, φταίει η διαφθορά των κυβερνήσεων; Εμείς σίγουρα δε φταίμε, όμως καλούμαστε να τραβήξουμε τα πάνδεινα ώστε να σωθεί σήμερα η Ελλάδα. Παρακολουθήστε την πορεία της χώρας μας, από το 1974 και το πρώτο μετά τη μεταπολίτευση δάνειο από το ΔΝΤ, τη δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου, (το 1986 αν θυμάμαι καλά), πως «δαπανάμε σαν κοινωνία πιο πολλά από ό,τι παράγουμε», την παρ’ ολίγον χρεωκοπία το 1994, την με κομπίνα ένταξη στο Ευρώ το 2002 και το θρυλικό «λεφτά υπάρχουν» του υιού Παπανδρέου το 2009 και διαπιστώστε πως μόνο ένας τυφλός δεν θα έβλεπε πού θα κατέληγε αυτή η πορεία. Οι κυβερνήσεις μας εθελοτυφλούσαν μπροστά στη σταθερή αύξηση των υποχρεώσεών μας έναντι των δανείων με ταυτόχρονη μείωση των προοπτικών αποπληρωμής τους. Δανειζόμασταν και εξακολουθούμε να το κάνουμε χωρίς φραγμούς για να πληρώνουμε παλαιότερα δάνεια! Δεν συνετιστήκαμε, (εννοώ το Κράτος), ούτε παραδειγματιστήκαμε από την Αργεντινή, δεν συγκινηθήκαμε από την Ισλανδία, δεν υποψιαστήκαμε από την πτώση της Lehman το 2008 και όταν φτάσαμε στο απροχώρητο ζητήσαμε συμβουλές από την Ουγγαρία! Κι επειδή ό,τι κάνουμε φροντίζουμε να γίνεται με τρόπο μοναδικό, είχαμε και την παγκόσμια πρωτοτυπία να πάθουμε αυτό που πάθαμε εξ αιτίας των χρεών της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας μας και όχι των τραπεζών! Οι κυβερνήσεις μας σε κάποιες περιπτώσεις αναγκάστηκαν να χρεωθούν, (θυμηθείτε τι έγραφα παλαιότερα για τους οικονομικούς δολοφόνους), αλλά τα χρήματα αυτής της «τοκογλυφίας» στην πλειοψηφία τους χρησιμοποιήθηκαν για οτιδήποτε άλλο εκτός από έργα και υποδομές, οι οποίες ίσως μελλοντικά έφερναν χρήματα στα ταμεία του κράτους. Έτσι φτάσαμε να είμαστε η χώρα με το μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ της στον κόσμο! Κι εδώ πρωτιά!

Επίλογος

Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει σε σιγουριά πού θα βγάλουν οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας. Θα πρέπει να το σκεφτούν όμως πολύ καλά οι ευρωπαίοι εταίροι μας, αν θα μας αποβάλουν από το Ευρώ ή όχι, καθώς κάτι τέτοιο θα έχει οδυνηρές συνέπειες σε ολόκληρη την Ε.Ε. αν πρωτίστως δεν θωρακιστεί καταλλήλως. Ίδωμεν. Προς το παρόν αναμένουμε την ανακοίνωση του PSI και τη λήψη νέων μέτρων για μειώσεις σε μισθούς, συντάξεις και δαπάνες γενικότερα. Αυτές τις μειώσεις φοβήθηκαν ως φαίνεται οι βουλευτές μας και φρόντισαν να πάρουν ήδη από το Δεκέμβριο προκαταβολικά ολόκληρη την αύξηση του μισθού τους για το 2012! Κάτι τέτοια ακούμε και γινόμαστε έξαλλοι.

Θα τολμήσω επίσης ως σύγχρονος προφήτης να προβλέψω, (όπως έκαναν παλαιότερα, διανοούμενοι, πολιτικοί ή θρησκευτικοί παράγοντες της χώρας μας για τη σημερινή κατάντια), πως το πολύ σε εβδομήντα χρόνια από τώρα, οι μελλοντικές γενιές θα βιώσουν παρόμοιες οικονομικές καταστάσεις. Η Ιστορία θα επαναληφθεί με άλλα δεδομένα φυσικά, όπως έγινε τόσες φορές στο παρελθόν, διότι το χρήμα, με όποια μορφή κι αν εμφανιστεί, θα λειτουργήσει με το ίδιο τρόπο.

Υστερόγραφο

Θα ήταν αδύνατον να χωρέσουν σε δύο μικρές αναρτήσεις όλες οι πληροφορίες σχετικά με το χρήμα και το ρόλο που έπαιξε κατά τους προηγούμενους αιώνες στις οικονομίες των εθνών. Θα ήταν άλλωστε εγωιστικό να νομίσω πως μπορώ να κατορθώσω εγώ αυτό που άλλοι χρειάστηκαν βιβλία ολόκληρα για να το καταφέρουν. Νομίζω όμως πως τα γεγονότα σταθμοί έχουν στην πλειοψηφία τους αναφερθεί και μπορεί ο κάθε αναγνώστης να βγάλει τα συμπεράσματά του για τα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας.

Δεν ήθελα να κόψω το κείμενο σε συνέχειες. Ελπίζω να αντέξατε να το διαβάσετε μέχρι τέλος. Το επόμενο υπόσχομαι να είναι πολύ μικρότερο.