Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Δείκτες για όλες τις χρήσεις

Εισαγωγή  
Μπορεί να άργησα να γράψω θέμα, αλλά περίμενα να δω να εμφανίζονται και τα τελευταία σχόλιά σας, τα οποία φαίνεται πως ήρθαν μόλις χθες. Είδα με ικανοποίηση πως το θέμα για τους σεισμούς διαβάστηκε πολύ και ταυτόχρονα είχε απήχηση και σε επιστημονικές κοινότητες, αφού πολλοί φυσικοί είτε μεμονωμένα, είτε μέσω των ενώσεών τους άφησαν σχόλιο ή επικοινώνησαν μαζί μου. Μα δεν είναι ο σεισμός το μέγα φυσικό φαινόμενο;! Δεν αποτελεί πρόκληση το γεγονός πως ακόμη δεν έχουμε αποκωδικοποιήσει πλήρως την εκδήλωσή του, ώστε να μπορούμε εγκαίρως να το προβλέψουμε! Δεν αποτελεί μαγεία για την επιστήμη της φυσικής η αντιγραφή της φύσης όσον αφορά τη δημιουργία αυτού του φαινομένου, έστω κι αν πολλές φορές χρησιμοποιείται για καταστροφικούς σκοπούς, (η αρνητική όψη του νομίσματος, όπως έλεγα). Και τέλος δεν είναι ειρωνεία για ολόκληρο τον κόσμο να υπάρχουν επιστήμονες οι οποίοι περιοριζόμενοι από «ευτελείς συνήθειες και αδιαφορίες», δεν αναφέρουν τίποτε σχετικά με την ύπαρξη αυτών και πολλών ίσως παρόμοιων όπλων, παρά προτιμούν τη σιωπή! Ίσως αυτούς να μιμείται και ο κος Καραμανλής, ο οποίος ακόμη δεν έχει βγάλει άχνα. Αναρωτιέμαι, αν το αίτιο ανάμεσα στις δύο αυτές σιωπές είναι κοινό.
Γραφή δειλίας
Όποια και να ‘ναι η αιτία όμως, η Πολιτεία οφείλει να του καταλογίσει «γραφή δειλίας». Σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο της αρχαίας Αθήνας, όσοι έδειχναν ανανδρία ή παρατούσαν τη μάχη και το ‘βαζαν στα πόδια, ή αρνούνταν να υπηρετήσουν, αντιμετωπίζονταν με τη χορήγηση ειδικής γραφής, της «γραφής δειλίας». Όσοι κρινόντουσαν ένοχοι, ετιμωρούντο με τη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Στη σύγχρονη εποχή βέβαια κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί, καθώς υπάρχει η μικρή πιθανότητα ο εκάστοτε κατηγορούμενος να είναι αθώος. Στατιστικά, είναι σωστό να μην αποκλείεται η πιθανότητα να είναι κάποιος αθώος των κατηγοριών που του καταλογίζονται. Πρακτικά όμως; Για την ειδική αυτή περίπτωση, κατά την οποίαν εμπλέκονται πολιτικοί σε σκάνδαλα και παράνομες δοσοληψίες, θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε δείκτες αθωότητας και δείκτες διαφθοράς. Η στατιστική μελέτη των δεικτών αυτών με δεδομένα της σύγχρονης εποχής με βάση αυτά από την αρχαία Αθήνα θα είχε πολύ ενδιαφέρον. Αν μη τι άλλο θα απεδείκνυε τη φύση της σύγχρονης Δημοκρατίας και θα έδινε σημαντικά στοιχεία σχετικά με τις βλέψεις και τις επιδιώξεις των σημερινών υποψηφίων αρχόντων του τόπου. Με τι σχέδια δηλαδή ξεκινούν όλοι αυτοί την προεκλογική τους εκστρατεία, από απλοί δημοτικοί σύμβουλοι έως Υπουργοί και υψηλοί αξιωματούχοι του Κράτους και πού τελικά καταλήγουν. Τι είναι όμως οι δείκτες, πώς έχουνε μπει και εδραιωθεί για τα καλά στη ζωή μας χωρίς μάλιστα να σκοπεύουν ποτέ να φύγουν;
Δείκτες
Τον τελευταίο καιρό η καθημερινότητά μας άρχισε να προσδιορίζεται από διάφορους αριθμούς, οι οποίοι υπήρχαν μεν πάντοτε, αλλά ποτέ δεν ασχοληθήκαμε ευρέως μαζί τους, ίσως επειδή οι περισσότεροι θεωρούσαμε πως αυτά αφορούν τους οικονομολόγους και τις Κυβερνήσεις. Εμείς εκείνο το οποίο ακούγαμε κατά καιρούς στις τηλεοράσεις ήταν έννοιες όπως ο «τιμάριθμος» και τίποτα περισσότερο. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως, η είσοδος των δεικτών στην καθημερινότητά μας, η συσχέτισή τους με την ευημερία μας ή μη και η προβολή τους από όλα ανεξαιρέτως τα μέσα, μας έκανε «ειδικούς» σ’ έναν τομέα, με τον οποίον οι περισσότεροι είμαστε άσχετοι. Θα μου πείτε άσχετοι ήμασταν όσον αφορούσε τις επενδύσεις και το 1998 με την έξαρση του χρηματιστηρίου, αλλά μέσα με λίγους μήνες γίναμε όλοι ειδικοί και είδατε το αποτέλεσμα: «η ημιμάθεια είναι χειρότερη απ’ την αμάθεια»! Αν και δεν είμαι ο ειδήμων επί του θέματος, θα προσπαθήσω να περιγράψω και να εξηγήσω με απλά λόγια την έννοια μερικών βασικών δεικτών της οικονομίας μας και όχι μόνο…
Με τον όρο δείκτη ή αριθμοδείκτη εννοούμε το στατιστικό όργανο, με το οποίο μετράμε τις σχετικές μεταβολές οικονομικών, κοινωνικών και φυσικών μεγεθών μεταξύ διαφόρων χρονικών περιόδων ή γεωγραφικών περιοχών. Οι δείκτες μ’ άλλα λόγια μας δείχνουν ποσοστιαίες σχέσεις σε σύνθετα μεγέθη μεταξύ δύο καταστάσεων, από τις οποίες η μία αποτελεί τη βάση ή αλλιώς το σημείο αναφοράς. Οι δείκτες ή απλώς αριθμοδείκτες διακρίνονται σε γενικές κατηγορίες όπως: Δείκτες τιμών ή τιμάριθμοι, δείκτες αξίας, δείκτες απασχόλησης, ανεργίας, θνησιμότητας, κ.α. Ανάμεσα στους δείκτες, οι οποίοι καταρτίζονται στις μέρες μας ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δείκτες τιμών ή τιμάριθμοι, οι οποίοι εξελίχθηκαν κι επεκτάθηκαν σε όλες σχεδόν τις δραστηριότητες -κυρίως τις οικονομικές- τα τελευταία εξήντα χρόνια.
Ιστορικά στοιχεία
Η εισαγωγή των δεικτών στην επιστημονική καθημερινότητα ξεκίνησε από το 18ο αιώνα με έναν και μόνο σκοπό: τη μέτρηση των μεταβολών της αγοραστικής δύναμης του χρήματος. Ο πρώτος, ο οποίος επιχείρησε να δώσει απάντηση στο ερώτημα ήταν το Ιταλός Carli, το 1764, στην προσπάθειά του να διαπιστώσει κατά πόσο επιδρούσε πάνω στην αγοραστική αξία του χρήματος η εισαγωγή αργύρου από την Αμερική, (οι ΗΠΑ δεν υπήρχαν ακόμη), στην Ευρώπη. Έτσι κατήρτισε ένα δείκτη τιμών, ο οποίος συνέκρινε τις τιμές για τρία διαφορετικά είδη το έτος 1750 με τις αντίστοιχες του 1500, βασική διατύπωση του οποίου είναι η παρακάτω:
 I = 1/k Σ(pn/po)
Όπου: k ο αριθμός των ειδών (3)
                Pn  οι τιμές της τρέχουσας περιόδου και
                Pο  οι τιμές της προηγούμενης περιόδου ή περιόδου βάσης.

Οι περίοδοι έχουν συνήθως ετήσια διάρκεια, χωρίς ασφαλώς κάτι τέτοιο να είναι δεσμευτικό. Ο Carli δεν ήταν βέβαια ο πρώτος, αλλά ούτε κι ο τελευταίος ο οποίος ασχολήθηκε με την κατάρτιση του παραπάνω δείκτη, καθώς προηγήθηκε ο Dutot το 1738 και ακολούθησαν πάρα πολλοί μέχρι τις μέρες μας με αντιπροσωπευτικότερους τους W.S. Jevons, Laspeyres, Paasche, Burchard, (ο οποίος κατήρτισε τον πρώτο δείκτη τιμών των ΗΠΑ για τα έτη 1824 – 1880), ο Irving Fisher, o οποίος έγραφε χαρακτηριστικά πως «όταν το καράβι της Οικονομίας ναυαγήσει και χάσει την ισορροπία του, δεν επανέρχεται ποτέ ξανά πίσω, αλλά βυθίζεται» κ.ά.  Αξίζει να σημειώσουμε εδώ πως ο δείκτης τιμών καταναλωτή, ο οποίος στην ουσία αντικατοπτρίζει το κόστος ζωής, άρχισε να καταρτίζεται μόλις κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και αποτελεί τον πιο γνωστό σήμερα δείκτη τιμών.
Δείκτης τιμών καταναλωτή - consumer price index- cpi
Αποτελεί τον πιο γνωστό δείκτη, καθώς είναι αυτός που επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητά μας και συνδέεται άρρηκτα με τις τσέπες μας. Σκοπός του είναι ο προσδιορισμός των επιδράσεων των τιμών στις δαπάνες του τελικού καταναλωτή. Αποτελεί δηλαδή το στατιστικό όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η αγοραστική δύναμη του χρήματος του τελικού καταναλωτή. Πέραν της σημασίας του για μας τους απλούς πολίτες, λαμβάνεται υπ’ όψιν από τις εκάστοτε Κυβερνήσεις των χωρών στην άσκηση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, όπως λ.χ. την αναπροσαρμογή των μισθών, ώστε η αγοραστική δύναμη του χρήματος να παραμένει τουλάχιστον σταθερή, για τον αποπληθωρισμό διαφόρων αξιών, για τον υπολογισμό των πραγματικών μισθών και ημερομισθίων κ.λπ. Ο δείκτης αυτός συνδέεται άμεσα με τον αποπληθωρισμό, μια έννοια αντίθετη του πληθωρισμού, η οποία για άλλους είναι ευχή, π.χ. για τους καταναλωτές και γι άλλους κατάρα π.χ. για τους επιχειρηματίες, οι οποίοι βλέπουν να αυξάνονται τα έξοδα και ταυτόχρονα να μειώνονται τα έσοδά τους.  Στη χώρα μας ο «δείκτης κόστους ζωής», (πρώτη ονομασία του δείκτη τιμών καταναλωτή), στοιχειοθετήθηκε από την Εθνική Τράπεζα το 1924. Στη συνέχεια η Γενική Στατιστική Αρχή του Κράτους υπολόγιζε την τιμή του δείκτη για 44 πόλεις της χώρας. Η Τράπεζα της Ελλάδος το 1938 κατήρτισε τον «Τιμάριθμο κόστους ζωής εν Αθήναις» και το 1959 η ΕΣΥΕ δημιούργησε το δείκτη τιμών καταναλωτή των αστικών περιοχών της χώρας, ο οποίος όμως αργότερα επικαιροποιήθηκε, (όπως το μνημόνιο).
Το καλάθι, (μαλαθούνι) της νοικοκυράς.
Ποιος δεν θυμάται το σλόγκαν των πρώτων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ για το περιβόητο καλάθι της νοικοκυράς και την προσπάθεια των πολιτικών που χάραξαν για να το διατηρήσουν γεμάτο! Φυσικά, δεν αναφερόταν σε καρότσια τροχήλατα των σούπερ μάρκετ, αλλά στα δείγματα αγαθών και υπηρεσιών, τα οποία είναι αντιπροσωπευτικά από πλευράς μεταβολής τιμών και συμμετοχής στην καταναλωτική δαπάνη. Έτσι δημιουργήθηκαν διάφορες κατηγορίες-ομάδες από την ΕΣΥΕ, οι οποίες εν συντομία μπορούμε να πούμε πως είναι οι ακόλουθες: διατροφή, ένδυση-υπόδηση, ποτά-καπνός, μεταφορές-επικοινωνίες, υγεία, παιδεία, εξοπλισμός κατοικίας, στέγαση κ.ά. Οι μεταβολές των τιμών των αγαθών που συμμετείχαν στην εκάστοτε ομάδα, σε σχέση πάντα με τα στοιχεία της συνολικής ιδιωτικής κατανάλωσης, διαμόρφωναν το ύψος μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή, συγκριτικά με αντίστοιχη προηγούμενη χρονική περίοδο. Τώρα, στην περίπτωση κατά την οποία συγκρίνονται τιμές μεταξύ χωρών, η μια απ’ αυτές λαμβάνεται ως βάση και καλείται «χώρα βάσης». Έτσι χονδρικά προσδιορίζεται ο δείκτης πιστοληπτικής ικανότητας ενός Κράτους.
Spread
Αυτοσχεδιάζοντας λίγο πάνω στην παραπάνω έννοια θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως τα spread αποτελούν ένα μέτρο σύγκρισης μεταξύ κρατών, καταρτίζουν δηλαδή το δείκτη πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας, σε σύγκριση με μια άλλη η οποία λαμβάνεται ως χώρα βάσης. Στην περίπτωση της Ελλάδας ή αν θέλετε ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή η χώρα είναι συνήθως η Γερμανία, η πιο δυνατή οικονομία της Ένωσης με τους πιο σταθερούς δείκτες απ’ όλες τις υπόλοιπες, γι’ αυτό όχι άδικα της αποδόθηκε η τιμή, να αποτελέσει τη χώρα βάσης. Έτσι, όταν οι λοιπές ευρωπαϊκές χώρες βγαίνουν στις αγορές για να δανειστούν, (ξέρετε τα road show με τα ομόλογα), τα επιτόκια τα οποία καλούνται να πληρώσουν υπολογίζονται σε σύγκριση με αυτά που θα πλήρωνε αν δανειζόταν η Γερμανία. Όταν ακούγαμε π.χ. πως στην Ελλάδα τα spread για τα «ανταγωνιστικά» δεκαετή μας ομόλογα βρίσκονται στις χίλιες μονάδες βάσης, αυτό σημαίνει πως πληρώνουμε 10% παραπάνω επιτόκιο από ότι θα πλήρωνε για παρόμοια κίνηση η Γερμανία. Η λύση της εύρεσης χρημάτων μέσω ομολόγων δεν είναι καινούργια, αλλά έρχεται από το 14ο αιώνα, όταν οι ιταλικές πόλεις – κράτη χρειάζονταν ρευστό για να χρηματοδοτήσουν τους στρατούς τους στις μεταξύ τους διενέξεις. Έτσι μέσω των ομολόγων δανείζονταν χρήματα από τις ποιο εύπορες οικογένειες, τα οποία επέστρεφαν προσαυξημένα σύμφωνα με το προσυμφωνηθέν επιτόκιο, κι έτσι έλυναν προσωρινά το πρόβλημα της ρευστότητας. Στη συνέχεια όμως έβαζαν φόρους στα φτωχότερα στρώματα για να τα ξοφλήσουν. Οποία σύμπτωσις θα μου πείτε, ε; μόνο που σήμερα δεν έχουμε πόλεμο με όπλα, αλλά οικονομικό.
Πληθωρισμός - inflation
Με την έννοια αυτή θεωρούμε τη συνεχή και σημαντική αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών, η οποία πρακτικά σημαίνει την αντίστοιχη σημαντική μείωση της πραγματικής αγοραστικής αξίας του χρήματος. Οι παράγοντες της μεταβολής του πληθωρισμού μπορούν να είναι είτε διεθνείς, όπως η αύξηση των τιμών του αργού πετρελαίου, είτε  εσωτερικοί  κάθε χώρας, όπως η υποτίμηση του νομίσματός της. Πολλές θεωρίες έχουν αναπτυχθεί για την κατανόηση και τον προσδιορισμό του, με κυριότερες την κεϋνσιανή, τη διαρθρωτική, του πληθωριστικού κόστους και παλαιότερα την ποσοτική, σύμφωνα με την οποία ο πληθωρισμός υπολογίζεται ως το πηλίκο του κυκλοφορούντος χρήματος προς το σύνολο των συναλλαγών, για περίοδο ενός έτους.  Διαμετρικά αντίθετη είναι η έννοια του αποπληθωρισμού, η οποία σχετίζεται με την εξουδετέρωση των ανοδικών τάσεων των τιμών και εκφράζει τη διαχρονική μεταβολή της πραγματικής μεταβολής της αγοραστικής δύναμης των μισθών και ημερομισθίων σε σύγκριση με μια προηγούμενη ετήσια περίοδο -έτος βάσης. Εμάς τους απλούς πολίτες μας ενδιαφέρει περισσότερο η μεταβολή της αγοραστικής δύναμης των μισθών μας, άρα εξετάζουμε τον αποπληθωρισμό συγκριτικά με το δείκτη τιμών καταναλωτή. Και για να καταλαβαινόμαστε, ιδού ένα απτό παράδειγμα: έστω ότι το προηγούμενο έτος οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 5% και ο αντίστοιχος δείκτης τιμών καταναλωτή κατά 4%. Ο δείκτης των αποπληθωρισμένων μισθών μας θα είναι τότε 105/104 = 1,0096 ή 0,96%! Η αγοραστική μας δύναμη αυξήθηκε δηλαδή κάτι λιγότερο από 1%.
Αν οι τιμές των προϊόντων παραμείνουν σταθερές ή ακόμη καλύτερα αν μειωθούν, τότε αυξάνεται η αγοραστική αξία των μισθών μας. Χαράς ευαγγέλια για μας τους καταναλωτές και μεγάλη πίκρα για τους εγχώριους επιχειρηματίες, οι οποίοι βλέποντας τη ζήτηση να μειώνεται αναγκάζονται να προσφέρουν τα είδη τους σε χαμηλότερες τιμές για να μας δελεάσουν, άρα καταγράφουν ζημίες. Αν ω μη γένοιτο συνεχιστεί για πολύ αυτή η κατάσταση, τότε μειώνουν την παραγωγή με άμεσο αντίκτυπο στην αγορά εργασίας και κατ’ επέκτασιν στη γενική οικονομία του Κράτους, καθώς λιγότερος όγκος προϊόντων στην αγορά σημαίνει και λιγότερα έσοδα στα ταμεία του από άμεσους και έμμεσους φόρους. Ο καταναλωτής από την άλλη ψυχολογικά τηρεί στάση αναμονής και περιορίζεται πολλές φορές στα απολύτως απαραίτητα, καθώς προσδοκά σε μελλοντική περαιτέρω μείωση τιμών, όπως συμβαίνει αυτό τον καιρό π.χ. στις ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές οικιακές συσκευές. Δίκοπο μαχαίρι λοιπόν αποτελεί για τους επιτελείς της Κυβέρνησης της χώρας μας ο παραπάνω κίνδυνος και δεν βλέπω να γίνεται τίποτε προς αποφυγήν δυσάρεστων εξελίξεων. Η ανεργία φουντώνει, το Κράτος δεν μπορεί να εισπράξει τα αναμενόμενα και προσανατολίζεται σε νέα ακόμη ποιο δυσβάσταχτα φορομπηχτικά μέτρα. Δυστυχώς, αν δεν υπάρξει στροφή στους σχεδιασμούς των επιτελών μας, η Ελλάδα θα παραμείνει εγκλωβισμένη για πολλά χρόνια σε μνημόνια, ΔΝΤ, τρόικες και κάθε λογής πειραματιζόμενους μάγους, οι οποίοι θα προσφερθούν να «βοηθήσουν». Θέλω να πιστεύω πως όλοι αυτοί οι οποίοι σπεύδουν να μας σώσουν είναι ανώτερου διανοητικού επιπέδου και διαθέτουν υψηλό δείκτη νοημοσύνης.
Δείκτης νοημοσύνης – intellectual quotient (IQ)
Είναι η αριθμητική αποτύπωση του διανοητικού επιπέδου ενός ατόμου και εκφράζεται ως το πηλίκο της νοητικής και της χρονολογικής του ηλικίας σε μήνες. Ο προσδιορισμός της νοητικής ηλικίας γίνεται με μια σειρά τεστ τα οποία θεωρούνται πως εκτιμούν με ακρίβεια το διανοητικό επίπεδο ενός ατόμου, αν και φυσικά σε πολλές περιπτώσεις κι αυτά πέφτουν έξω, γιατί διαφορετικές είναι οι συνθήκες ενός τεστ και διαφορετικές οι συνθήκες υπό τις οποίες χρειάζεται πολλές φορές να πάρει κανείς αποφάσεις. Φαινομενικά, ένα άτομο έχει δείκτη νοημοσύνης 100, κάτι το οποίο σημαίνει πως η χρονολογική και η διανοητική του ηλικία συμβαδίζουν. Πρακτικά τα 2/3 του πληθυσμού μιας χώρας έχουν δείκτη νοημοσύνης από 85 έως 115. Κατ’ επέκτασιν τιμές πάνω από 115 κατατάσσουν ένα άτομο ως διάνοια και τιμές κάτω του 85 ως καθυστερημένο. Αν αποδεχθούμε το γεγονός πως από κάποια ηλικία και έπειτα -κυρίως μετά τα 40- ο ανθρώπινος οργανισμός παύει να αναπληρώνει το 100% των εγκεφαλικών κυττάρων που καταστρέφει -με αυξανόμενο μάλιστα ρυθμό όσο μεγαλώνει η ηλικία- τότε βγάλτε τα συμπεράσματά σας για το τι διάνοιες μας κυβερνούν. Και μην πιάσετε τα άκρα π.χ. Μητσοτάκης και συνομήλικοι, αλλά περιοριστείτε στους περί τα 60 έως 75. Βέβαια όλοι αυτοί διατηρούνται «φρέσκοι» στο μυαλό, γιατί κάνουν ειδικές ασκήσεις, (λύνουν Sudoku, πίνουν green tea), δεν κουράζονται σωματικώς και συνήθως αφήνουν άλλους νεώτερους να αποφασίζουν για πάρτη τους, ίδετε νεαρούς και νεαρές συμβούλους. Δεν εξηγείται αλλιώς η γκάφα του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο για να δείξει στην τρόικα πως οι προσπάθειες καταπάτησης της φοροδιαφυγής αποδίδουν καρπούς, δεν δίστασε να φωνάζει γερμανικά ΜΜΕ, τα οποία συνόδευαν τα κλιμάκια του ΣΔΟΕ και παρίστατο στους σχετικούς ελέγχους, τους οποίους μάλιστα φωτογράφιζαν ή κινηματογραφούσαν. Απορώ πώς δεν βρέθηκε κάποιος από τους ελεγχόμενους να τους πάρει με τις ντομάτες. Θέλω να πιστεύω πως η ιδέα αυτή δεν ήταν του ίδιου του κου Παπακωνσταντίνου, αλλά κάποιου νεώτερου φωστήρα του με «υψηλό» IQ. Ο ίδιος θα ήταν απασχολημένος με το να παρακολουθεί τις διακυμάνσεις των spread και των δεικτών διαφόρων χρηματιστηρίων, όπως λ.χ. του Dow Jones.
Δείκτης Dow Jones –Dow Jones Average
To 1882 τρεις δημοσιογράφοι, ο Charles Dow, o Edward Jones και ο Charles Bergstresser δημιούργησαν την εκδοτική εταιρεία Dow Jones & Company, η οποία αρχικά στεγάζονταν σε ένα σκοτεινό υπόγειο της Wall street και μετέδιδε ειδήσεις –χειρόγραφες μάλιστα- σε εμπόρους στο χρηματιστήριο, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασής του. Το 1889 η εταιρεία αυτή εξέδωσε το περιοδικό wall street journal και το 1896 κατήρτισε και υπολόγιζε το γνωστό μέχρι σήμερα δείκτη Dow-Jones, έναν ημερήσιο αριθμητικό μέσο των δώδεκα μεγαλύτερων βιομηχανικών τίτλων. Με την πάροδο του χρόνου λήφθηκαν υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του δείκτη Dow Jones κι άλλοι παράγοντες όπως η διαίρεση των μετοχών, (split) κ.ά. Έτσι η σύγχρονη εκδοχή του παραπάνω δείκτη δεν είναι ο πάλαι ποτέ αριθμητικός μέσος, αλλά ένας αριθμός κατά τι διαφοροποιημένος. Εκτός από τον βιομηχανικό δείκτη καταρτίστηκαν μεταγενέστερα και δείκτες μεταφορών, δείκτες που αφορούν τις ομολογίες, δείκτης για τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας κ.ά. Η εταιρεία επεκτάθηκε και έφτασε στο σημείο σήμερα να έχει σε όλο τον κόσμο υποκαταστήματα και δείκτες προσαρμοσμένους στις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, π.χ. Κίνα, Ινδία, Αραβικές χώρες κ.λπ.
Επίλογος
Όπως είδατε ο καθένας μας μπορεί να καταρτίσει έναν δείκτη στα μέτρα του. Δεν είναι και τίποτα δύσκολο. Αντιθέτως μάλιστα. Παίρνεις σημερινά δεδομένα και τα συγκρίνεις με τα αντίστοιχα παλαιότερης περιόδου. Έγραφα στην αρχή για τους δείκτες διαφθοράς και αθωότητας. Ανάλογα θα μπορούσαμε να καταρτίσουμε δείκτες διαπλοκής, οικογενειοκρατίας, κουμπάρων, σκανδάλων, μίζας, διαφυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό, φοροδιαφυγής, αγανάκτησης, νέων φόρων και ότι φαντάζεται ο καθένας.
Υστερόγραφο
 Για τις θεωρίες του Κέυνς και άλλων συγχρόνων τους σκοπεύω να αναφερθώ σε επόμενη ανάρτηση που ήδη ετοιμάζω για το κραχ στις ΗΠΑ ΤΟ 1929, καθώς πλησιάζει η σχετική «επέτειος». Όσο για τον αναγνώστη που θέλει να του πω τα link του περιοδικού ΤΙΜΕ και του ελληνοαμερικάνικου blog της N. Υόρκης, νομίζω πως έχει τη δυνατότητα να τα ψάξει μόνος του και να διαπιστώσει αν είναι αληθινά ή δικής μου επινόησης.