Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

ΤΟ ΧΡΗΜΑ, ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Εισαγωγή

Συγχωρήστε μου την πολύμηνη απουσία από την ενεργό δημοσίευση αναρτήσεων, αλλά το πρόγραμμά μου είναι τόσο πιεσμένο από το Φθινόπωρο μέχρι τώρα, που δεν βρίσκω τον απαραίτητο χρόνο να αυτοσυγκεντρωθώ και να καθίσω να γράψω. Όπως έχω και παλαιότερα πει, το γράψιμο δεν είναι εύκολη υπόθεση κι όποιος τη θεωρεί τέτοια είναι ή μεγάλος ψεύτης ή άθλιος συγγραφέας. Χαράς ευαγγέλια θα μου πείτε για πολλούς επικριτάς μου, αλλά δυστυχώς γι’ αυτούς δεν θα τους κάνω άλλο το «χατίρι». Ίσως ακόμη με αυτό το κενό να ξεπεραστούν και τα γενικότερα προβλήματα του ιστολογίου μου και να λειτουργούν καλύτερα οι μετρητές και να φαίνονται ταχύτερα οι δημοσιεύσεις των άκρως ενδιαφερόντων σχολίων σας.

Τα θέματα που τρέχουν είναι πολλά, με κορυφαία τα οικονομικής φύσεως, της τρόικας, των μέτρων και γενικά της καταστάσεως της χώρας μας. Κυριάρχησε και εξακολουθεί να κυριαρχεί ο προβληματισμός για το αν θα πτωχεύσουμε, αν θα βγούμε απ’ το ενιαίο Ευρωπαϊκό νόμισμα και θα επανέλθουμε σε κάποιου είδους γιαλατζί Ευρώ, (το οποίο ήδη πολλοί τραπεζικοί κύκλοι τρέχουν να το αποκαλέσουν Ευρωδραχμή) και αν φυσικά συμβεί κάτι τέτοιο, κάτω από ποίους όρους θα γίνει. Στον λίγο ελεύθερο χρόνο μου ασχολήθηκα με τη συγκέντρωση στοιχείων για ένα μελλοντικό θέμα, τα οποία και σκοπεύω μόλις ολοκληρώσω να αναρτήσω. Επειδή πρόκειται για ιδιαίτερα ευαίσθητες πληροφορίες, οι οποίες δεν κυκλοφορούν έτσι ελεύθερες και ως εκ τούτου χρίζουν διασταύρωσης, θα μου πάρει λίγο καιρό, αλλά το αποτέλεσμα θα είναι πιστέψτε με πολύ ενδιαφέρον. Στη σημερινή και πρώτη ανάρτηση για το 2011, μετά από πεντέμισι περίπου μήνες απουσίας, θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί περνάμε όσα περνάμε τον τελευταίο καιρό με μια άλλη ματιά, όχι την πεπατημένη των ΜΜΕ, αλλά την ιστορική, ώστε να καταλάβει ο κάθε αναγνώστης πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και γιατί δεν πρόκειται ποτέ να ξεφύγουμε από τη δίνη του χρήματος. Πολύτιμος βοηθός μου σ’ αυτό το εγχείρημα είναι ο John Kenneth Galbraith, καθηγητής του Χάρβαρντ και το βιβλίο του: «το Χρήμα: από πού ήρθε, πού πήγε», από τις εκδόσεις Παπαζήση, 1976.

Το χρήμα

«Το χρήμα είναι κάτι το μοναδικό. Είναι μαζί με την αγάπη η μεγαλύτερη πηγή χαράς για τον άνθρωπο και μαζί με το θάνατο η μεγαλύτερη ανησυχία». Όλοι οι λαοί από τον καιρό της εμφάνισής του καταπιέζονται με δύο τρόπους: είτε είναι άφθονο και πολύ αναξιόπιστο, είτε αξιόπιστο και πολύ σπάνιο. Για πάρα πολλούς όμως είναι και τα δύο: και αναξιόπιστο και σπάνιο. Η καταπίεση αυτή στο σύγχρονο κόσμο μπορεί να παρομοιασθεί με την επίσκεψή μας σε ένα super market. Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, όταν δηλαδή είναι σπάνιο, οι καταναλωτές αναρωτιούνται αν και στο μέλλον θα έχουν χρήματα και αν θα μπορούν να διαθέσουν αρκετά την επόμενη φορά για να αγοράσουν κάτι, ενώ σε εποχές αφθονίας συμβαίνει το αντίθετο: οι καταναλωτές ανησυχούν αν στην επόμενη επίσκεψή τους στο super market, θα έχει μείνει κάτι να αγοράσουν! Ένας συνταξιούχος λ.χ. του οποίου οι μέρες εργασίας έχουν τελειώσει και το εισόδημά του για το υπόλοιπο της ζωής του θεωρείται σταθερό, ανησυχεί, αν θα μπορεί με τα χρήματα που λαμβάνει ως σύνταξη να αγοράζει τα απαραίτητα για την επιβίωσή του. Από την άλλη σε έναν απλό εργαζόμενο υπάρχει η ανησυχία για το αν θα εξακολουθήσει και την ερχόμενη εβδομάδα να εργάζεται, ώστε να έχει τη δυνατότητα να αγοράσει ξανά αυτά που ψώνισε την τρέχουσα. O προβληματισμός μήπως απολυθεί είναι έντονος, το πόσο καιρό θα μείνει ενδεχομένως στην ανεργία αβέβαιο, οι υποχρεώσεις πολλαπλές και συνεχώς αυξανόμενες και η ερώτηση μία: πώς θα επιβιώσω;

Τι είναι το χρήμα

Ως ορισμό του χρήματος θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την κοπή ή τη σφράγιση κομματιών μετάλλου με συγκεκριμένο βάρος και ποιότητα. Η εύρεση μιας ενιαίας και ευρείας αποδοχής ανταλλακτικής αξίας ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη του εμπορίου. Υπήρχε βέβαια πάντα το εμπόριο με ανταλλαγή σε είδος, (π.χ. αυγά για φρούτα κ.ά.), αλλά ήταν γενικά δύσκολο να βρεθούν κάποιοι, οι οποίοι να επιθυμούσαν να αποκτήσουν με αμοιβαία ανταλλαγή ταυτόχρονα ο ένας τα είδη του άλλου. Το πότε ακριβώς ανακαλύφθηκε το χρήμα, έτσι όπως το εννοούμε σήμερα, δεν είναι βέβαιο. Το σίγουρο είναι πάντως πως παίζει σημαντικό ρόλο σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο Ηρόδοτος μας δίνει σημαντικά στοιχεία για τη χρήση του στην αρχαία πόλη Λυδία: «όλες οι νεαρές γυναίκες της Λυδίας, καταφεύγουν στην πορνεία και εξασφαλίζουν έτσι την προίκα. Τη διαθέτουν μαζί με τον εαυτό τους, όπως νομίζουν καλύτερα... είναι ο πρώτος λαός στην ιστορική εποχή, που έκοψε το χρυσάφι και το ασήμι σε νόμισμα και το χρησιμοποίησε στις καθημερινές συναλλαγές». Ηρόδοτος, βιβλίο Α, Κλειώ, σελ. 31, μετάφραση William Bellow. Το βασικό μέταλλο κοπής νομισμάτων για πολλούς αιώνες ήταν το ασήμι. Το βάρος κάθε νομίσματος έπρεπε να είναι συγκεκριμένο και να αντικατοπτρίζει την αγοραστική αξία του. Βέβαια, από κάποια στιγμή και μετά κανείς δεν ήταν σίγουρος για την ποιότητα των νομισμάτων που παραλάμβανε, γιατί κάποιοι επιτήδειοι φρόντιζαν να κυκλοφορούν στην αγορά νομίσματα χαμηλότερου βάρους και αξίας, νοθευμένα.

Η νοθεία

Λίγες εφευρέσεις έχουν προσφερθεί ποτέ για τόσο πολύ κερδοφόρες καταχρήσεις. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα περισσότερα είδη ευρείας κατανάλωσης, έτσι και με τα νομίσματα, άρχισε να εφαρμόζεται μια διαδικασία εξοικονόμησης πρώτης ύλης, (ασημιού ή χρυσού), με αποτέλεσμα από ένα σημείο και μετά να μη γνωρίζει κανείς την πραγματική αξία της ποσότητας των νομισμάτων που παραλαμβάνει. Η πλέον προσφιλής μέθοδος νόθευσης ήταν αυτή της προσθήκης ευτελούς αξίας μετάλλου στο μίγμα, για την παραγωγή στην ουσία μειωμένης αξίας νομισμάτων, ή η χρήση λιγότερου πολύτιμου μετάλλου, με το ίδιο αποτέλεσμα, (κατασκευή αυτή τη φορά ελλειποβαρών νομισμάτων).Οι τράπεζες και οι κυβερνήσεις έδιναν υποσχέσεις πως θα πλήρωναν με τέτοια νομίσματα σαν υποκατάστατα του χρήματος και οι υποσχέσεις αυτές έγιναν στη συνέχεια χρήμα. Η κατάχρηση αυτών των υποσχέσεων ήταν ακόμη πιο κερδοφόρα από την ίδια τη νόθευση. Το μέτρο της κατάχρησης ήταν η μεγάλη αβεβαιότητα αυτού που έπαιρνε το χρήμα για τι αξία είχε και ακόμη περισσότερο η αβεβαιότητα για το τι θα μπορούσε να αγοράσει το χρήμα αυτό. Αντίστοιχη «νοθεία» υπάρχει σήμερα σε πολλά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, τα οποία προμηθευόμαστε από τα super market και ιδιαίτερα των μη επωνύμων, (π.χ. ο Ελληνικός καφές νοθεύεται με το φθηνό και αξιόπιστο ρεβύθι, το κασέρι με περισσότερο άμυλο, κοινώς πατάτα, το φρέσκο γάλα με σκόνη γάλακτος, το αγνό μέλι πεύκης ή ελάτης στην καλύτερη περίπτωση με γλυκόζη, κοκ). Αλλά ποιος νοιάζεται θα μου πείτε!

Πώς λειτουργεί το χρήμα

Τα νομίσματα εκτελούσαν μέχρι πρότινος την ουσιαστική λειτουργία του χρήματος: την αποφυγή της έλλειψης επιδεξιότητας στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, (δεν χρειάζεται να είναι κάποιος έμπορος για να ξοδέψει χρήμα) και τη φυσική δυσκολία να βρεθούν ταυτόχρονα δύο, οι οποίοι να χρειάζονται ο ένας τα προϊόντα του άλλου. Επί πλέον είναι ομοιόμορφα, μπορούν να μεταφερθούν άνετα μέσα σε μια τσέπη ή τσάντα, δεν αλλοιώνονται με το πέρασμα του χρόνου και γίνονται αποδεκτά τόσο από αγοραστές όσο και από πωλητές. Φαινομενικά λοιπόν λύθηκε το πρόβλημα των συναλλαγών. Η δυνατότητα κοπής τέτοιων νομισμάτων ήταν παραχωρημένη σε πολύ λίγους προνομιούχους και πλούσιους ιδιώτες, οι οποίοι λειτουργούσαν σαν τραπεζίτες και είχαν τη δυνατότητα ανάλογα με τις περιστάσεις να κυκλοφορούν καινούργιο χρήμα στην αγορά. Σήμερα πέρα από την αδυναμία έκδοσης νέου χρήματος, οι σημαντικότερες τράπεζες λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο, είναι στα χέρια ατόμων με μεγάλες επιχειρήσεις! Θα μου πείτε είναι κακό αυτό; Δείτε παρακάτω, πώς η ταυτόχρονη κτήση τραπεζών και επιχειρήσεων επηρέασε την εξέλιξη τριών διαφορετικών Κρατών στην Ιστορία και πώς αυτή βελτιώθηκε, όταν μετά από δύο και πλέον αιώνες μερικώς χαλιναγωγήθηκε! Η μεγαλύτερη ακμή των τραπεζών παρατηρήθηκε κατά τη Ρωμαϊκή εποχή στις ιταλικές πόλεις Φλωρεντία, Βενετία και Τζένοβα. Η πόλη όμως, η οποία κατά το 17ο αιώνα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του τραπεζικού συστήματος ήταν το Άμστερνταμ. Το Άμστερνταμ είναι συνδεδεμένο με όχι μία αλλά με δύο αναπτύξεις στην ιστορία του. Όχι μόνο στη συγκεκριμένη πόλη, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι κάτοικοί της έβλεπαν τα χρήματά τους να χάνουν σταθερά την αξία τους, από μια αιτία που πολλοί δεν την είχαν καν ακούσει: την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου

Οι Τράπεζες

Η ανακάλυψη αυτή γέμισε την Ευρώπη με άργυρο, κυρίως από τα μεταλλεία του σημερινού Μεξικό, με αποτέλεσμα το μέταλλο αυτό να πλημμυρίσει υπό μορφήν χρήματος όλες τις χώρες της και να αποδείξει περίτρανα κάτι το οποίο ανέκαθεν ίσχυε: όσο πιο άφθονο το χρήμα, τόσο λιγότερα αγαθά αγοράζει, (με την προϋπόθεση πως δεν αλλάζει κάτι άλλο). Η αφθονία του χρήματος με τη σειρά της κάνει τον κόσμο άπληστο: όσο πιο πολύ χρήμα έχει, τόσο πιο πολύ αισθάνεται πως μπορεί να ξοδέψει. Το 1606 η ολλανδική βουλή δημοσίευσε έναν οδηγό για όσους αντάλλασαν χρήματα. Δημιούργησε μια βάση δεδομένων για 846 ασημένια και χρυσά νομίσματα, ως προς τις ιδιότητες και το βάρος που έπρεπε να έχουν. Όποιος είχε την εν λόγω λίστα μπορούσε να γνωρίζει την πραγματική αξία του νομίσματος που παραλαμβάνει. Οι έμποροι όμως προχώρησαν ακόμη παραπέρα και δημιούργησαν μια τράπεζα, που ήταν ιδιοκτησία της πόλης τους και στην οποία κατέθεταν τα νομίσματά τους με τη μέθοδο του ζυγίσματος. Έτσι κάθε έμπορος είχε τον ατομικό του λογαριασμό, στον οποίο κατέθετε τα χρήματά του και τα οποία λογίζονταν πια ως προς το βάρος τους. Έτσι περιορίστηκε η πιθανότητα νοθείας, αφού η ποσότητα που κατείχε κάθε έμπορος ανταποκρίνονταν σε καθαρό βάρος μετάλλου. Όταν έκανε κάποιας μορφής δοσοληψία, ο έμπορος μετέφερε το ποσό που αντιστοιχούσε στην αξία της στο λογαριασμό αυτού με το οποίο συναλλασσόταν. Έτσι, καλλιεργήθηκε μια μορφή διαύγειας στις δοσοληψίες. Η τράπεζα σύντομα ανακάλυψε πως δεν ήταν απαραίτητο να διατηρεί όλα τα χρήματα των καταθετών της στο θησαυροφυλάκιο, αλλά μπορούσε να τα διαθέτει σε τρίτους και μάλιστα με τόκο, (να τα δανείζει δηλαδή). Στην ουσία, αυτός που δανειζόταν, είχε ακόμη μια κατάθεση να ξοδέψει, η οποία όμως ήταν και στο όνομα του αρχικού καταθέτη. Έτσι δημιουργήθηκε το καταναλώσιμο χρήμα. Τα πράγματα δυσκολεύουν όμως αν εμφανιστούν ταυτόχρονα και οι δύο «δικαιούχοι» και θέλουν να ξοδέψουν όλα τους τα χρήματα. Τότε η τράπεζα αντιμετωπίζει θέμα αξιοπιστίας. Και οι δύο δικαιούχοι στο παραπάνω παράδειγμα θα πρέπει να είναι πεπεισμένοι πως η τράπεζα την οποίαν εμπιστεύονται δεν κάνει σε καμιά περίπτωση αυτό που η ίδια θεωρεί κανόνα!

Σήμερα

Οποία σύμπτωσις θα μου πείτε με τη σημερινή κατάσταση! Τα σύγχρονα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δημιουργούν ανύπαρκτες υπεραξίες με τα χρήματα των καταθετών τους, αφού υποχρεούνται να διαθέτουν στο «θησαυροφυλάκιό» τους μόλις το 10% των συνολικών ποσών κατάθεσης. Τι σημαίνει αυτό; Θα γίνει ευκολότερα κατανοητό αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στην ερώτηση, πόσο καταναλώσιμο χρήμα δημιουργεί μια τράπεζα από μια απλή κατάθεση 10,000 Ευρώ. Όσο κι αν φαίνεται απίθανο, η απάντηση είναι το εννεαπλάσιο! Η τράπεζα δανειζόμενη δέκα χιλιάρικα, μπορεί να δανείσει ενενήντα! Ναι δεν διαβάσατε λάθος! Ενενήντα! Πώς γίνεται λογιστικά κάτι τέτοιο; Όπως είδαμε παραπάνω το ίδρυμα υποχρεούται να κρατάει το 10% του ποσού και να δανείζει το υπόλοιπο 90. Άρα από τα 10,000 που πήρε από τον καταθέτη, μπορεί να δανείσει τα 9,000. Αυτό είναι μια άλλη εγγραφή, άλλη κατάθεση στο όνομα άλλου πελάτη, του δανειολήπτη, ύψους 9,000 Ευρώ. Από τα εννιά αυτά χιλιάρικα θα πρέπει να κρατήσει τα 900 και μπορεί να δανείσει τα 8,100. Απ’ αυτά κρατάει τα 810 και δανείζει τα 7,290. Αν συμπληρώσετε την ακολουθία μέχρι το τέλος σε ένα απλό Excel, θα δείτε το ποσό ασφαλείας να φτάνει τις 10,000 Ευρώ, (που αντιστοιχεί στην πρώτη κατάθεση) και αυτό που τελικά η τράπεζα δάνεισε τις 90,000! Στην ουσία δάνεισε «αέρα». Σκεφτείτε λοιπόν, πόσο τέτοιον αέρα δάνεισαν οι τράπεζες και τι χρέος δημιούργησαν από τα 28 δις που πήραν πρόσφατα ως ενίσχυση από την Ελλάδος. Είδατε πουθενά να κυκλοφορεί χρήμα, ή μήπως όταν σας εγκρίθηκε το δάνειο που ζητήσατε, σας έδωσαν τα χαρτονομίσματα στο χέρι και φύγατε; Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη και ήταν αδύνατο να συμβεί φυσικά, γιατί απλούστατα δεν πήραν δραχμή, ή καλύτερα Σεντ. Οι χακί σάκοι με τα χρήματα δεν βγήκαν στους δρόμους αυτή τη φορά, γιατί απλούστατα η επιχορήγηση ήταν λογιστική. Ξύπνησαν το επόμενο πρωί οι τραπεζίτες και είδαν το αποθεματικό τους να είναι αυξημένο όσο το ύψος του ποσού που τους επιχορηγήθηκε.

Πίσω στο Άμστερνταμ του 17ου αιώνα

Στον αντίποδα όμως της επισφάλειας του δανεισμού, η κίνηση αυτή των τραπεζών δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη, καθώς μπορεί να βοηθήσει επιχειρηματίες να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους, ή να πραγματοποιήσουν επενδύσεις τις οποίες υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έκαναν. Έτσι, στο Άμστερνταμ επί περίπου δύο αιώνες άνθισε το εμπόριο και η επιχειρηματικότητα, καθώς είχε δημιουργηθεί η αίσθηση πως η πόλη αποτελεί επιχειρηματικό παράδεισο για όποιον επιθυμούσε να δραστηριοποιηθεί εμπορικά, άσχετα με την προέλευση, τα πιστεύω και τη φυλή του. Η ευημερία και η ανάπτυξη κράτησε μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Το τέλος της τράπεζας του Άμστερνταμ απέδειξε περίτρανα πως «κάθε χρηματική καινοτομία ή μεταρρύθμιση φέρνει μέσα της τους σπόρους κάποιας καινούργιας κατάχρησης». Αιτία του κακού στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το γεγονός πως οι διευθυντές της ήταν ταυτόχρονα και μέλη της «ολλανδικής εταιρείας ανατολικών Ινδιών», η οποία δανείζονταν χρήματα από την τράπεζα. Η εταιρεία αυτή λοιπόν κάπου στα τέλη του 18ου αιώνα αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες και δεν μπορούσε να πληρώσει κανονικά τα δάνειά της, κάτι το οποίο διαδόθηκε στους καταθέτες της τράπεζας, οι οποίοι έσπευσαν να πάρουν πίσω τις καταθέσεις τους. Ας μην ξεχνούμε πως, η υποψιαζόμενη αδυναμία, εξασφαλίζει την αδυναμία. Οι καταθέτες έσπευσαν λοιπόν να κάνουν αναλήψεις και η τράπεζα δεν μπορούσε να τους εξυπηρετήσει. Αποτέλεσμα: η τράπεζα έκλεισε το 1819 και οι καταθέτες έχασαν τα χρήματά τους.

Σήμερα

Η υποψιαζόμενη χρεωκοπία, εξασφαλίζει την χρεωκοπία θα μπορούσαμε να πούμε παραφράζοντας την προηγούμενη πρόταση. Πολλοί Έλληνες καταθέτες λοιπόν, οι οποίοι φοβούνται πιθανή χρεωκοπία της Ελλάδας, αλλά και ρήσεις ανωτάτων τραπεζικών στελεχών ότι η χώρα μας έχει πτωχεύσει και πως μένει απλά η επίσημη ανακοίνωσή της, έσπευσαν ήδη να εξασφαλίσουν τις αποταμιεύσεις τους φυγαδεύοντάς τες στο εξωτερικό και μάλιστα σε χώρες εκτός ΕΕ, ώστε να είναι σίγουροι πως δεν θα εντοπιστούν. Και δεν μιλάμε μόνο για μεγαλοκαταθέτες, αλλά και για κεφάλαια, τα οποία οι ιδιοκτήτες τους υπό κανονικές συνθήκες ούτε που θα σκεφτόντουσαν να τα μετακινήσουν. Αυτή η μετανάστευση κεφαλαίων δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας στις τράπεζες, οι οποίες συρρικνώνουν στο μέγιστο τις παροχές δανείων προς ιδιώτες και εταιρείες. Πρόσφατα ανακοινώθηκε πως οι Έλληνες έχουν στην Ελβετία καταθέσεις, οι οποίες φτάνουν τα 600 δις Ευρώ! Αυτά μόνο στην Ελβετία. Σε άλλες χώρες ένας Θεός ξέρει πόσα χρήματα έχουν καταφύγει. Το κράτος σε μια προσπάθεια να διατηρήσει μια ισορροπία και να περιορίσει στο μέγιστο την παραμονή ρευστού χρήματος στις τσέπες μας, αποφάσισε να πληρωνόμαστε όλοι μέσω τραπεζικών λογαριασμών και οι αγορές μας αξίας άνω των 1,500 Ευρώ να γίνονται μέσω πιστωτικής κάρτας ή τραπεζικής επιταγής. Κι όλα αυτά για να περιοριστεί κατά το δυνατόν η κίνηση ρευστού. Έχετε ποτέ φανταστεί τι συμβαίνει κάθε φορά που βρίσκεστε μπροστά στο γκισέ της τράπεζας και κάνετε κάποια συναλλαγή; Νομίζετε πως δίνετε το βιβλιάριό σας και λέτε το ποσό που θέλετε να πάρετε ή να καταθέσετε και τέλος; Τα λίγα δευτερόλεπτα που διαρκεί αυτή η αθώα συναλλαγή το σύστημα ενημερώνει και παίρνει έγκριση, πέρα από τη βάση δεδομένων της ίδιας της τράπεζας με την οποίαν συνεργάζεστε, την τράπεζα της Ελλάδος, την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα, καθώς και άκουσον – άκουσον, την αμερικανική κεντρική τράπεζα! Αν σε κάποιο από αυτά τα στάδια ελέγχου δημιουργηθεί η παραμικρή υποψία, τότε το θέμα μένει προς περαιτέρω επεξεργασία, ο συναλλασσόμενος χρεώνεται και αν δεν δοθεί τελική έγκριση η συναλλαγή ακυρώνεται. Σε κάποιες περιπτώσεις δε, χάνονται και χρήματα! Δεν θα ταυτίσω την παραπάνω διαδικασία με αυτήν της επιστροφής ακάλυπτων επιταγών, γιατί διαφέρει σε πολλά σημεία, αποτελεί όμως ένα κατανοητό παράδειγμα χρέωσης επεξεργασίας, η οποία κοστίζει από 15 μέχρι 25 ευρώ, ανάλογα με την τράπεζα.! Τα συμπεράσματα περί προσωπικών δεδομένων τα αφήνω σε σας. Έτσι καταλαβαίνετε λοιπόν πως όσο κι αν θέλει κάποιος να κρύψει εισοδήματα πολύ δύσκολα μπορεί να ξεφύγει, εκτός κι αν είναι του συστήματος. Και ποιοι είναι του συστήματος; Πολιτικοί, μεγαλο-επιχειρηματίες και τραπεζίτες. Αυτούς πρέπει να ψάξουν κι όχι το μισθωτό ή το συνταξιούχο, του οποίου τα εισοδήματα είναι μετρημένα.

Ο Τζων Λω

Πριν λίγο καιρό, άκουσα με μεγάλη μου έκπληξη σε κάποια οικονομική εκπομπή στην τηλεόραση, τον παρουσιαστή, ο οποίος προφανώς θέλησε να φανεί παντογνώστης, να αναφέρει το όνομα του Τζων Λω. Δεν είμαι σίγουρος για το λόγο για τον οποίον ανέφερε το όνομα αυτής της αμφιλεγόμενης ιδιοφυΐας ο ομιλητής, προφανώς όμως θέλησε να τον παρομοιάσει με κάποιον οικονομικό παράγοντα της χώρας μας ή εισαγόμενο και να το παίξει ξερόλας. Ποιος ήταν όμως αυτός ο Λω και γιατί έμεινε στην ιστορία; Οι γνώμες για το άτομό του διίστανται. Κάποιοι ιστορικοί τον αποκαλούν παλιάνθρωπο και κάποιοι άλλοι ιδιοφυΐα. Ο Τζων Λω κατάγονταν από το Εδιμβούργο και ήταν γιος ενός εύπορου χρυσοχόου. Οι χρυσοχόοι ως γνωστός διατηρούσαν ασφαλή χρηματοκιβώτια για να φυλάνε πολύτιμα κοσμήματα των πελατών τους ή και τα νομίσματά τους. Έτσι οι πιο πολλοί απ’ αυτούς έγιναν ταυτόχρονα και τραπεζίτες. Ο Λω είχε την ιδέα να δημιουργήσει ένα νέο είδος τράπεζας που οι καταθέσεις της θα ασφαλίζονταν με γη κι όχι με χρυσό και ασήμι. Η ιδέα αυτή άρεσε στο Δούκα της Ορλεάνης και αντιβασιλέα της Γαλλίας, ο οποίος παρέλαβε χρεωκοπημένη τη χώρα μετά το θάνατο του Λουδοβίκου του ΙΔ’ το 1715. Οι άνθρωποι που είναι απελπισμένοι είναι εύκολο να πειστούν, γιατί θέλουν απελπιστικά να πειστούν, κι έτσι πιάνονται κορόιδα. Κάπως έτσι πείστηκε κι ο Δούκας και έδωσε στον Λω άδεια να δημιουργήσει τη Βασιλική Τράπεζα. Ως αντιστάθμισμα για αυτήν την άδεια η τράπεζα θα αναλάμβανε όλα τα χρέη του αντιβασιλιά και του Βασιλείου, (σημειωτέον πως και τα δύο ήταν υπερ-χρεωμένα). Αυτά τα χρέη εξοφλήθηκαν τότε με χαρτιά – υποσχέσεις της τράπεζας πως θα πληρώσει την αξία τους στον κομιστή σε χρυσό ή ασήμι. Κι επειδή οι ανάγκες συνεχώς αυξανόταν και δεν έπρεπε οι κάτοχοι των υποσχέσεων σε χρυσό ή ασήμι να υποψιαστούν το παραμικρό, ο Λω δημιούργησε μια εταιρεία, η οποία στη φαντασία των απλών ανθρώπων κατείχε σχεδόν όλη τη σημερινή έκταση των ΗΠΑ, καθώς και τα αμέτρητα μεταλλεία χρυσού και αργύρου που βρίσκονταν εκεί. Το όνομα αυτής της εταιρείας ήταν Εταιρεία του Μισσισσιππή. Θυμηθείτε τι έγραφα πιο πάνω για την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών και φανταστείτε τι θα συμβεί κι εδώ.

«Μιλλιοναίρ»

Η ανάπτυξη αυτής της εταιρείας ήταν τέτοια, ώστε ο κόσμος στριμώχνονταν να αγοράσει, αν τελικώς το κατάφερνε, κάποιες μετοχές της και ο ιδρυτής της αποτελούσε το πιο διάσημο πρόσωπο σε ολόκληρη τη Γαλλία. Θεωρούσε τιμή κάποιος να συναντηθεί μαζί του ή έστω να ανταλλάξει μια ματιά. Το 1719 ήταν χρονιά σταθμός για το Παρίσι. Ο Λω δεν προλάβαινε να τυπώνει γραμμάτια, τα οποία γίνονταν αμέσως ανάρπαστα. Όποιοι κρατικοί πιστωτές πληρώνονταν με αυτά τα γραμμάτια έτρεχαν να αγοράσουν μετοχές στην Εταιρεία του Μισσισσιππή. Αυτός ο φαύλος κύκλος δημιουργούσε ακόμη περισσότερο χρήμα που μπορούσε να ξαναεπενδυθεί κι ακόμη περισσότερα γραμμάτια που μπορούσαν να εκδοθούν. Ήταν ένα εντελώς κλειστού κυκλώματος σύστημα, για την επαναχρησιμοποίηση χαρτιού που δεν είχε καμιά απολύτως αξία. Το αποτέλεσμα ήταν όλοι όσοι είχαν σχέση μ’ αυτό να γίνονται πλούσιοι στα χαρτιά! Είναι η χρονιά που δημιουργήθηκε η χρήσιμη γαλλική λέξη millionaire, (εκατομμυριούχος). Ο Λω για αυτό του το κατόρθωμα τιμήθηκε με τον τίτλο του Δούκα του Αρκάνσας και το 1720 έγινε διευθυντής του γενικού λογιστηρίου της Γαλλίας. Σύντομα όμως άρχισαν να δημιουργούνται αμφιβολίες για το κατά πόσο θα μπορούσε ο κόσμος να πάρει την αξία των γραμματίων που κρατούσε σε χρυσό ή ασήμι. Η αμφιβολία αυτή οδήγησε πολλούς στην τράπεζα για να εξαργυρώσουν αυτά που κρατούσαν. Μετά από λίγο η τράπεζα σταμάτησε να πληρώνει. Κι όχι μόνο αυτό. Επί πλέον η κατοχή χρυσού ή ασημιού από τους πολίτες μετετράπη σε αδίκημα. Μήπως θα πρέπει να μας προβληματίσει κάπως αυτό; Μήπως ετοιμάζεται δειλά – δειλά κάτι τέτοιο και στη χώρα μας, απλά ξεκίνησε με τον περιορισμό της χρήσης ρευστού; Μήπως κι εδώ η ύπαρξη χρήματος στις τσέπες μας, (χρυσό και ασήμι δεν έχουμε ούτως ή άλλως), θα καταστεί σε λίγο καιρό «αδίκημα» και θα περιοριζόμαστε στην κατοχή και χρήση ελάχιστου, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε οικογένειας;

Οποία ομοιότης!

Αν παρατηρήσατε τόσο η πτώση της τράπεζας του Άμστερνταμ, όσο και αυτή της βασιλικής τράπεζας στη Γαλλία ήταν από χρήμα που είχαν δημιουργήσει οι ίδιες. Αν το χρήμα ή τα γραμμάτια κυκλοφορούσαν με μέτρο δεν θα μπορούσε να έχει θετική έκβαση το εγχείρημα στη Γαλλία π.χ. του 18ου αιώνα; Μήπως και στην Ελλάδα του 21ου, αν αποφεύγονταν οι σπατάλες κι οι ατασθαλίες, δεν θα βρισκόμασταν σε καλύτερη κατάσταση; Και δεν θα μπορούσε να βρεθεί η φόρμουλα για την αποφυγή τους, όπως βρέθηκε για τον περιορισμό της κίνησης ρευστού στην αγορά για παράδειγμα; Δεν βρέθηκε, γιατί απλά δεν ήθελαν να βρεθεί. Αντ’ αυτού οι πολιτικοί μας πηγαίνουν κάθε λίγο και λιγάκι στην Ουγγαρία, επειδή προηγείται σε θέματα ΔΝΤ και ρωτούν πώς αντιμετωπίστηκε εκεί η κατάσταση με το εξαγριωμένο πλήθος, ώστε να είναι σε θέση να χαλιναγωγήσουν κι εμάς όταν φτάσουμε στο σημείο που βρίσκονται σήμερα οι Ούγγροι. Άρα περιμένουν να χειροτερέψουν κι άλλο τα πράγματα. Θυμηθείτε την πρόσφατη άσκηση επίλεκτης μονάδας του στρατού μας στη Θεσσαλονίκη, με σενάριο καταστολής εξαγριωμένου πλήθους. Αυτό το πλήθος του σεναρίου ήμασταν δυστυχώς εμείς! Μας φοβούνται αγαπητοί μου, μας φοβούνται γιατί γνωρίζουν πως αργούμε να πάρουμε μπρος, αλλά όταν γίνει αυτό δεν σταματάμε με τίποτα και δεν υπολογίζουμε κανέναν. Είδατε, η αντίδραση για τα διόδια θα φέρει σύντομα ρύθμιση ευνοϊκή για πολλούς χρήστες των δρόμων. Χρεωθήκαμε εμείς και τα παιδιά μας για την κατασκευή τους και τώρα θα πρέπει να πληρώσουμε και νοίκι για τη χρήση τους! Είναι σα να φτιάξει κάποιος μια πολυκατοικία και να παραχωρήσει σε άλλον την είσπραξη των ενοικίων, με μόνη δέσμευση να τη συντηρεί, δηλαδή να τη βάφει, ή να κάνει τυχόν μερεμέτια, αν κι εφόσον χρειάζεται. Μου μοιάζει παράλογο, εκτός αν αυτός, ο παραχωρησιούχος, είναι… στενός συγγενής. Τότε αλλάζει το πράγμα!

Το παράδειγμα της Αγγλίας

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την υπεροχή των Άγγλων και δη των Σκοτσέζων σε θέματα τραπεζικής. Το εγχείρημα του Τζων Λω στη Γαλλία, το εφάρμοσε στην Αγγλία ο συμπατριώτης του Ουίλιαμ Πάτερσον, ο οποίος πούλησε την ίδια ιδέα στο Γουλιέλμο της Οράγγης, τα χρέη του οποίου δημιουργήθηκαν όχι επειδή διαδέχθηκε τον Λουδοβίκο, αλλά επειδή τον πολέμησε. Με τη λογική της Βασιλικής τράπεζας της Γαλλίας λοιπόν ιδρύθηκε το 1764 η Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία εξέδωσε τα χρήματα που χρειαζόταν ο βασιλιάς. Ως αντάλλαγμα πήρε τη δυνατότητα να παραχωρεί δάνεια σε τρίτους με καινούργια γραμμάτια, τα οποία καλύπτονταν με την υπόσχεση του βασιλιά να τα πληρώσει. Ο Πάτερσον αποχώρησε δημιουργώντας δικιά του τράπεζα στην κεντρική Αμερική και η τράπεζα της Αγγλίας απέφυγε να πέσει στην παγίδα του Παρισιού και του Άμστερνταμ και έφτασε κάποια στιγμή να παίζει ρυθμιστικό ρόλο στη δημιουργία χρήματος από μικρότερες τράπεζες. Όπως η δημιουργία χρήματος από μια τράπεζα είναι απλή διαδικασία, έτσι είναι και ο μηχανισμός ελέγχου της. Στο Λονδίνο του 18ου αιώνα οι χρυσοχόοι, οι οποίοι είχαν γίνει πλέον τραπεζίτες, χορηγούσαν δάνεια με γραμμάτια, έναντι των χρυσών και αργυρών νομισμάτων που κατείχαν. Η τράπεζα της Αγγλίας, όταν έπαιρνε αυτά τα γραμμάτια τα επέστρεφε για να εισπράξει την αξία τους. Αυτό εμμέσως ανάγκαζε τις μικρότερες αυτές εμπορικές τράπεζες να διατηρούν ικανοποιητικά αποθέματα νομισμάτων, έναντι των γραμματίων που είχαν εκδώσει, γιατί πάντοτε υπήρχε η πιθανότητα η τράπεζα της Αγγλίας να ζητήσει να ρευστοποιήσει γραμμάτια που είχε στην κατοχή της, πράγμα το οποίο εφάρμοζε όταν διαπίστωνε πως οι υφιστάμενες τράπεζες είχαν γίνει υπερβολικά γενναιόδωρες με τα δάνειά τους. Έτσι η χορήγηση δανείων και η συγγενική μ’ αυτή δημιουργία καταθέσεων και χρήματος θα έπρεπε τότε να περιοριστεί. Η διαδικασία αυτή είναι σήμερα πασίγνωστη ως πολιτική της ανοιχτής αγοράς.

Τα χαρτονομίσματα

Μασαχουσέτη 1690. Οι στρατιώτες της είχαν μόλις επιστρέψει από μια ανεπιτυχή εκστρατεία εναντίον του Κεμπέκ. Τα λάφυρα που θα έπαιρναν από το κάστρο του θα ήταν και ο μισθός τους, αλλά με την προϋπόθεση πως θα νικούσαν. Έλα όμως που το Κεμπέκ δεν έπεσε! Έτσι, για να μην αποτελέσουν πηγή ανησυχίας οι εξαγριωμένοι στρατιώτες, τους δόθηκαν έγγραφες υποσχέσεις για τέτοιο χρήμα, οι οποίες δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένα ορθογώνιο κομμάτι χαρτί, σφραγισμένο από την πολιτεία και αργότερα στολισμένο με καλλιγραφικά σχεδιάσματα, τα οποία προέβαλαν κάποιον ήρωα, ένα μνημείο, ή ένα σημαντικό πολιτικό πρόσωπο. Πιο απλή και λιτή εφεύρεση ήταν αυτή της Νέας Γαλλίας: οι Γάλλοι δεν ενδιαφερόντουσαν και πολύ για τις αποικίες τους στη Β. Αμερική, πολλές φορές μάλιστα τα πλοία που έστελναν εκεί με προμήθειες και χρήματα δεν έφταναν ποτέ. Κάτι παρόμοιο συνέβη και τη χρονιά της επίθεσης από τη Μασαχουσέτη. Τότε οι οικονομικοί υπεύθυνοι του Κεμπέκ σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν το πιο ανθεκτικό και διαθέσιμο κομμάτι χαρτιού που υπήρχε: το τραπουλόχαρτο! Από τη στιγμή που έβαζαν πάνω του την κρατική σφραγίδα αποτελούσε υπόσχεση σε χρήμα και εξαγοράζονταν με χρυσό και ασήμι όταν επιτέλους έφταναν τα πλοία με τις προμήθειες από την Ευρώπη. Να αναφέρω εδώ πως τα σπαθιά και τα μπαστούνια είχαν διπλάσια αξία απ’ ότι τα καρώ και οι κούπες. Φαντάζεστε τι θα συνέβαινε, αν είχαν επικρατήσει τα τραπουλόχαρτα ως χαρτονόμισμα; Θα παίζαμε στα καζίνο με τα ίδια χαρτονομίσματα που θα κερδίζαμε, οι υπεραξίες στο χρηματιστήριο θα ανταμείβονταν με μπαστούνια και σπαθιά και τα παθητικά των εταιριών θα φαινόντουσαν με καρώ και κούπες!

Χρυσός VS Αργύρου

Το ιδεατό σενάριο στον κόσμο των χρημάτων θα ήταν όλα να μπορούσαν να ανταλλαγούν με χρυσά νομίσματα, ή το ισοδύναμό τους σε χρυσό. Ό,τι ελαττώματα κι αν είχε υπήρχε πάντα η βεβαιότητα για τι μπορούσε να αγοράσει τέτοιου είδους χρήμα. Σε όλο το 19ο αιώνα οι τιμές έπεφταν, αλλά η αγοραστική δύναμη του χρυσού και του χρήματος που βασίζονταν σ’ αυτόν αυξανόταν. Μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα τα μεταλλικά νομίσματα ήταν είτε από χρυσό είτε από άργυρο. Αυτά τα δύο μέταλλα βρίσκονταν σε συναγωνισμό για αρκετούς αιώνες και επειδή η αξία του ενός σε σχέση με το άλλο δεν ήταν σταθερή, χρησιμοποιούσαν πάντα αυτό που ήταν φθηνότερο και κρατούσαν αυτό με τη μεγαλύτερη αξία. Η λύση δόθηκε το 1867 στο Παρίσι, όταν τα ηγετικά κράτη της Ευρώπης αποφάσισαν εφ’ εξής οι συναλλαγές τους να γίνονται μόνο σε χρυσό. Η αντίδραση ήρθε από τις ΗΠΑ, καθώς εκεί υπήρχαν τεράστια αποθέματα αργύρου και είχαν κάθε λόγο να υποστηρίζουν τη χρήση του στην κοπή νομισμάτων. Όμως συμβιβάστηκαν και λίγα χρόνια μετά δέχθηκαν κι αυτές το χρυσό ως το μοναδικό μέταλλο, στο οποίο μπορούσε να μετατραπεί άλλο χρήμα, δέχθηκαν δηλαδή το χρυσό κανόνα. Κι αυτή όμως η αλλαγή δεν έμελλε να ζήσει για πολλά χρόνια και να σώσει την κατάσταση. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε η αιτία να χρησιμοποιηθεί το χρυσάφι της Ευρώπης για την αγορά πολεμοφοδίων κυρίως από τις ΗΠΑ, στις οποίες και μεταφέρθηκε σε μεγάλες ποσότητες και μάλιστα τόσο μεγάλες, ώστε ήταν πάρα πολύ άφθονος για να χρησιμοποιηθεί σαν χρήμα. Ο χρυσός κανόνας δεν λειτούργησε ποτέ πια αποτελεσματικά.

Ο Ίρβινγκ Φίσερ

Ο Φίσερ γεννήθηκε στις ΗΠΑ το 1867. Ήταν πολυπράγμων και με πάρα πολλές γνώσεις μαθηματικών και οικονομίας. Αναφέρεται σε διάφορες βιβλιογραφίες ως κερδοσκόπος, εφευρέτης, αλλά και ως οπαδός της βελτίωσης της ανθρώπινης φυλής. Αφού μπορεί να γίνει το ίδιο με τα ζώα και τα φυτά, γιατί όχι και με τους ανθρώπους, υποστήριζε. Έκανε πολλές επενδύσεις στο χρηματιστήριο κι έχασε αρκετά μεγάλο ποσό στο κραχ του 1929. Ήταν πρωτοπόρος στην ανάπτυξη των αριθμοδεικτών, όπως και στον τομέα των οικονομικών μαθηματικών. Όταν διαβάζουμε πως ο δείκτης τιμών καταναλωτή έχει ανέβει, θα πρέπει να ευχαριστούμε εν μέρει τον Φίσερ, καθώς ήταν αυτός, ο οποίος έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία του. Η μεγαλύτερη συμβολή του ήταν να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την αξία του χρήματος. Πώς το έκανε; Διατυπώνοντας την παρακάτω εξίσωση:

P = (MV + M1V1)/T

Το Ρ είναι οι τιμές. Το Μ είναι ο όγκος των μετρητών που βρίσκονται στην κυκλοφορία. Το Μ1 είναι ο όγκος των μετρητών που βρίσκονται στις τράπεζες υπό μορφήν καταθέσεων. Τα V και V1 είναι η ταχύτητα κυκλοφορίας τους και Τ είναι το πλήθος των συναλλαγών. Πίστευε λοιπόν πως αυξάνοντας ή μειώνοντας την προσφορά του χρήματος, μπορούσαν να αυξηθούν ή να μειωθούν αντίστοιχα οι τιμές. Περιορίζοντας ή αυξάνοντας κατ’ επέκτασιν τις τιμές, μπορούσε κάποιος να καταστείλει την ευφορία, ή να αντισταθμίσει τα αποτελέσματα της ύφεσης. Την ιδέα του αυτήν εφάρμοσε εν μέρει ο αμερικανός πρόεδρος Ρούζβελτ το 1933, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει ανάπτυξη μετά το οικονομικό κραχ του 1929. Τι έκανε λοιπόν. Με λιγότερο χρυσάφι κυκλοφόρησε περισσότερα δολάρια. Όμως και πάλι δεν βελτιώθηκαν τα πράγματα, γιατί όπως συμβαίνει σε περιόδους ύφεσης, οι άνθρωποι κρατούν το χρήμα που πέφτει στα χέρια τους. Έτσι η χαμηλή ταχύτητα αντιστάθμισε την αυξημένη ποσότητα, (τα Μ και V από τον παραπάνω τύπο). Είναι λοιπόν προφανές πως δεν υπάρχουν εύκολες και φθηνές εφευρέσεις, που μόνο με τη χρήση του χρήματος μπορούν να λύσουν όλα τα οικονομικά προβλήματα. Αν αυτό ήταν δυνατόν, οι εφευρέσεις θα είχαν γίνει και θα είχαμε σωθεί όλοι.

Επίλογος

Μην περιμένετε πως με την παραπάνω ιστορική ανασκόπηση για το ρόλο που έπαιξε το χρήμα στην ανάπτυξη, δίνονται απαντήσεις για αυτά που τραβάει σήμερα η Ελλάδα, αύριο η Πορτογαλία και η Ισπανία και σε λίγο καιρό ολόκληρη η Ευρώπη. Το χρήμα είναι ο μοχλός πίεσης με τον οποίον μας αναγκάζουν να μπούμε στο χορό και να παίξουμε σ’ ένα παιχνίδι, στο οποίο είμαστε εκ προοιμίου χαμένοι. Ίσως αν οι οικονομικοί μας Υπουργοί και οι Κυβερνήσεις μας παραδειγματίζονταν από μεγάλες οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος, αν δεν περιοριζόντουσαν από πιέσεις, αλαζονεία της εξουσίας και συμφέροντα και αν ενδιαφερόντουσαν κατ’ ελάχιστον για την πατρίδα και τους πολίτες της, να είχαμε αποφύγει πολλά από τα δεινά που μας επεφύλαξε η υπαγωγή μας στο «άρθρο 99» του ΔΝΤ και της ΕΕ. Αλήθεια αναρωτήθηκε ποτέ κανείς τι όφελος έχει η ΕΕ από τις χρεοκοπίες κρατών μελών, όπως η Ελλάδα λ.χ.; πουθενά δεν είδα να αναφέρεται με συγκεκριμένα στοιχεία κάτι τέτοιο. Εμείς απλά θεωρούμε πως κάνει τα πάντα για να σώσει τα μέλη της. Κατά βάθος είναι έτσι όμως;

Θα μπορούσαν να γραφτούν πολύ περισσότερα για το συγκεκριμένο θέμα, (κραχ του 1929, Κέυνς, Β’ παγκόσμιος πόλεμος, κατοχικά δάνεια, κ.ά.), κάτι το οποίο ενδέχεται να γίνει σε μελλοντική ανάρτηση. Ελπίζω να μη σας κούρασε και να το διαβάσατε μέχρι το τέλος.